Με σημαντικές απώλειες, κοντά στο 2%, κινούνται στη σημερινή συνεδρίαση τα κυριότερα χρηματιστήρια στην Ευρώπη, δεχόμενα πιέσεις από τις έντονες διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου, αλλά και από τα αδύναμα μακροοικονομικά μεγέθη της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, αυτή την ώρα (14.27) ο βρετανικός δείκτης FTSE 100 υποχωρεί κατά 1,36% στις 6.082 μονάδες, ο γερμανικός DAX καταγράφει απώλειες κατά 2,27% στις 9.599 μονάδες και ο γαλλικός CAC 40 κινείται πτωτικά κατά 2,14% στις 4.252 μονάδες. Ο σύνθετος πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 σημειώνει πτώση κατά 1,70% στις 328,80 μονάδες.
Στο ταμπλό, η μετοχή της Peugeot διολισθαίνει κατά 6% και των Credit Suisse – HSBC κατά 4%. Πτωτικά κινείται και ο ενεργειακός κλάδος, καθώς Anglo American, ArcelorMittal και Glencore εμφανίζουν απώλειες άνω του 5%.
Την ίδια ώρα, η τιμή του πετρελαίου υποχωρεί στα επίπεδα των 35 δολαρίων ανά βαρέλι, καθώς τα συμβόλαια WTI σημειώνουν πτώση κατά 0,36% στα 35,57 δολάρια και τα συμβόλαια Brent κατά 0,42% στα 37,53 δολάρια.
Στην Ιαπωνία, ο Nikkei 225 υποχώρησε κατά 2,38% στις 15.740 μονάδες, ενώ στη Νότια Κορέα, ο Kospi διολίσθησε κατά 0,71% στις 1.965 μονάδες. Στην Αυστραλία, ο ASX 200 σημείωσε πτώση κατά 1,65% στις 4.913 μονάδες. Στην Κίνα αντίθετα, το χρηματιστήριο της Σαγκάη ενισχύθηκε κατά 1,27% στις 3.048 μονάδες και το χρηματιστήριο της Σένζεν κατά 2,28% στις 516 μονάδες. Στο Χονγκ Κονγκ τέλος, ο Χανγκ Σενγκ υποχώρησε κατά 1,41% στις 20.209 μονάδες.
Στα οικονομικά νέα της ημέρας, απροσδόκητη μείωση εμφάνισαν τον Φεβρουάριο οι εργοστασιακές παραγγελίες στη Γερμανία. Συγκεκριμένα, οι παραγγελίες υποχώρησαν κατά 1,2% έναντι αύξησης 0,5% τον Ιανουάριο. Οι αναλυτές ανέμεναν άνοδο της τάξης του 0,3%. Σε ετήσιο επίπεδο, οι παραγγελίες σημείωσαν αύξηση κατά 0,5%.
Ταυτόχρονα, ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι το Βερολίνο έχει αποτύχει να εκμεταλλευτεί το φθηνό κόστος δανεισμού, μην καταφέρνοντας να τονώσει τις εγχώριες επενδύσεις, οι οποίοι συνιστούν κύριο παράγοντα διαμόρφωσης των μακροπρόθεσμων οικονομικών προοπτικών. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η οικονομική αδυναμία των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας – κυρίως οι αναπτυσσόμενες χώρες – θα επιδεινώσει το καταναλωτικό κλίμα και την πορεία των εξαγωγών.
Την ίδια ώρα, οριακή βελτίωση εμφάνισε τον Φεβρουάριο το λιανικό εμπόριο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Συγκεκριμένα, το μέγεθος του λιανικού εμπορίου ενισχύθηκε κατά 0,2% έναντι του Ιανουαρίου του 2016 και κατά 2,4% έναντι του Φεβρουαρίου του 2015. Όσον αφορά τις χώρες της Ε.Ε., κατεγράφη πτώση 0,1% και αύξηση 3% , αντίστοιχα.
Η μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση εμφανίστηκε στο Λουξεμβούργου (4,9%) και στην Πορτογαλία (2,7%), ενώ η υψηλότερη πτώση στην Πολωνία (2,9%) και στην Εσθονία (2,2%). Στο μεταξύ, η μεγαλύτερη ετήσια άνοδος παρατηρήθηκε στη Ρουμανία (19,3%) και στο Λουξεμβούργο (18,3%) και η υψηλότερη μείωση στο Βέλγιο (2,4%) και στη Σλοβενία (1,4%).
Παράλληλα, τη μικρότερη αύξηση των τελευταίων 15 μηνών σημείωσε ο δείκτης υπηρεσιών στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με στοιχεία της Markit για τον μήνα Μάρτιο. Συγκεκριμένα, ο δείκτης ΡΜΙ υποχώρησε στις 53,1 μονάδες έναντι 54 μονάδων τον Φεβρουάριο, σημειώνοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2015.
Τέλος, στα 20 δισ. δολάρια οριστικοποιήθηκε το πρόστιμο που καλείται να καταβάλλει η BP για την περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού, το 2010. Το ύψος του προστίμου αποτέλεσε προϊόν μίας μακράς διαπραγματευτικής προσπάθειας, μεταξύ της εταιρείας και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης. Ας σημειωθεί βέβαια, ότι το συγκεκριμένο ποσό αφορά μόνο την αποζημίωση του αμερικανικού δημοσίου, καθώς το 2012, η BP συμφώνησε να καταβάλει ξεχωριστή αποζημίωση σε ιδιώτες και επιχειρηματίες.
Από την πλευρά της, η βρετανική εταιρεία δήλωσε «ευχαριστημένη» για την έκβαση της υπόθεσης, η οποία το 2010, είχε στοιχίσει τη ζωή σε 11 ανθρώπους και είχε προκαλέσει μία άνευ προηγουμένου μόλυνση, με 3,2 εκατ. βαρέλια πετρελαίου να διοχετεύονται στα ύδατα του Κόλπου. Τα περίπου 20 δισ. δολάρια, τα οποία θα καταβληθούν σε βάθος 15 ετών, κατανέμονται ως εξής: α) 5,5 δισ. στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, β) 8,1 δισ. για την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών και γ) 5,9 δισ. για την αποζημίωση των πολιτειών, οι οποίες επλήγησαν.