Αντισυνταγματική και παράνομη είναι η απόφαση του υπουργού Οικονομικών, με την οποία μειώθηκαν τα όρια των ακαθόριστων εσόδων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών πάνω από τα οποία υποχρεωτικά θα υπογράφουν τις φορολογικές δηλώσεις λογιστές φοροτεχνικοί, τονίζει με προσφυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας ο δικηγόρος Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Καρλής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1008/2011 απόφαση του υπουργού Οικονομικών, τα ποσά των ακαθάριστων εσόδων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας και οι δηλώσεις τους υπογράφονται από λογιστή φοροτεχνικό μειώνονται από 300.000 ευρώ και 150.000 ευρώ σε 150.000 και 100.000 ευρώ, αντίστοιχα.
Με τη μείωση αυτή του “πλαφόν”, πολύ μεγαλύτερος αριθμός δηλώσεων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών θα υπογράφεται πλέον από λογιστές.
Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα στο ΣτΕ δικηγόρο, η ρύθμιση του Ν. 2873/2000, αλλά και οι υπουργικές αποφάσεις που καθορίζουν το πλαφόν πάνω από το οποίο θα υπογράφουν τις δηλώσεις λογιστές, είναι αντίθετες στα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος, καθώς θεσπίζουν ιδιαίτερο επαγγελματικό προνόμιο υπέρ ορισμένης κατηγορίας επαγγελματιών, αυτή των λογιστών φοροτεχνικών.
Πολύ περισσότερο, είναι αντισυνταγματικό και παράνομο το προνόμιο αυτό, όταν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος έναντι του δημοσίου για την ακρίβεια των δηλώσεών του και ευθύνεται για την καταβολή των προστίμων και πρόσθετων φόρων, σε περίπτωση υποβολής ανακριβών δηλώσεων.
Παράλληλα, με τη ρύθμιση αυτή ο λογιστής, σε αντίθεση με το νομικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αποκτά πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των πελατών του, όπως είναι οι δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, του ίδιου του φορολογουμένου και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, από τις οποίες συμπεραίνονται τα ιατρικά προσωπικά δεδομένα.
Ακόμη, εισάγεται αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των επιτηδευματιών που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας, καθώς κάτω από το πλαφόν δεν απαιτείται υπογραφή λογιστή ενώ πάνω από αυτό απαιτείται.
Επίσης, υπογραμμίζεται ότι οι άδειες σε λογιστές φοροτεχνικούς χορηγούνται σε πρόσωπα όχι απαραίτητα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ανεξάρτητα, όμως, από το επίπεδο εκπαίδευσής τους, από την κοινή πείρα, δεν συμπεραίνεται ότι οι λογιστές είναι περισσότερο κατάλληλοι από τους δικηγόρους για να μεταφέρουν ορθά τα δεδομένα των βιβλίων στην φορολογική δήλωση, αλλά και για ποιο λόγο θεωρούνται αξιόπιστοι για την ορθή συμπλήρωση της φορολογικής δηλώσεως, σημειώνει ο δικηγόρος.
Πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει, σημειώνει ο κ. Καρλής, για τη νέα αρμοδιότητα που χορηγήθηκε στον λογιστή φοροτεχνικό και αφορά την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται και οι οποίες παρατίθενται αναλυτικά σε κατάσταση, που συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.