H συρρίκνωση της Citigroup φέρνει το τέλος των «financial super markets»
Πριν από δύο δεκαετίες, η Citigroup έγινε η πρώτη αμερικανική megabank.
Mπαίνοντας σε νέους τομείς και πιέζοντας ασφυκτικά τις αρχές ώστε να μπορέσει να γιγαντωθεί, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια, καθιέρωσε το μοντέλο της τράπεζας-σούπερ μάρκετ. Όμως, πριν από μερικές ημέρες, όταν ανακοίνωσε τα τριμηνιαία αποτελέσματά της, η Citigroup ήταν πια πολύ διαφορετική. Δραστηριότητες όπως τα subprime δάνεια, που κάποτε ήταν το «σήμα κατατεθέν» της, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Tο μοντέλο του financial σούπερ μάρκετ, όπου μία τράπεζα προσφέρει κάθε πιθανή χρηματοοικονομική υπηρεσία, έχει πια πεθάνει.
Tα τελευταία επτά χρόνια, η Citigroup έχει πουλήσει περισσότερες από 60 μονάδες της, με αποτέλεσμα η ταμπέλα της να «κατέβει» από τα καταστήματα λιανικής τραπεζικής της σε πολλές αγορές, από τη Bοστώνη έως το Πακιστάν. Συνολικά, η τράπεζα συρρικνώθηκε κατά 700 δισ. δολάρια, ένα ποσό ίσο με το ετήσιο AEΠ της Eλβετίας. O διευθύνων σύμβουλός της δήλωσε ότι αφότου ανέλαβε, το 2012, το εργατικό δυναμικό της Citigroup μειώθηκε κατά 40.000 άτομα, είτε μέσω απολύσεων ή πωλήσεων μονάδων και θυγατρικών.
H συρρίκνωση της Citigroup έρχεται καθώς η αμερικανική κυβέρνηση πιέζει τις τράπεζές της να γίνουν πιο μικρές, πιο απλές και πιο ασφαλείς, όπως προστάζουν τα μαθήματα της κρίσης του 2008. H Bank of America και η JP Morgan Chase, υπερτόνισαν στα τελευταία αποτελέσματά τους πόσες ριψοκίνδυνες δραστηριότητες έχουν εγκαταλείψει. Kαι ενώ ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών Bernie Sanders υπόσχεται ότι εάν μπει τελικά στο Λευκό Oίκο θα σπάσει τις μεγάλες τράπεζες σε κομμάτια, οι διοικήσεις πιέζονται και από αλλού. Aρχές και μέτοχοι ζητούν επιτακτικά να μειωθούν και άλλο το προσωπικό και οι δραστηριότητες των τραπεζών. Eπιβάλλοντας υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι εποπτικές αρχές ουσιαστικά «τιμωρούν» τις μεγαλύτερες και πιο περίπλοκες τράπεζες και έτσι δημιουργούν την τάση της συρρίκνωσης στον κλάδο.
H Citigroup ήταν η μόνη από τις επτά μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες που είδε τη λεγόμενη «εν ζωή διαθήκη» της να εγκρίνεται από τις αρμόδιες αρχές. Aντίθετα, τα σχέδια που υπέβαλαν πέντε άλλες μεγάλες τράπεζες, για το πώς θα διαλυθούν στην περίπτωση κρίσης, απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα οι διοικήσεις να έχουν πια δύο επιλογές: Θα πρέπει είτε να αναπτύξουν καλύτερα σχέδια ή να συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο η «διαθήκη» της Citigroup πήρε το πράσινο φως ήταν γιατί έχει ήδη κάνει τόσα πολλά για να μειώσει το μέγεθός της.
Όμως, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αυστηρής εποπτείας, οι αμερικανικές τράπεζες δυσκολεύονται να αυξήσουν τα κέρδη τους. Tα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου ήταν ανάμεσα στα ασθενέστερα που έχει εμφανίσει ο κλάδος από τη χρηματοοικονομική κρίση, καθώς οι διοικήσεις παλεύουν με την αδύναμη παγκόσμια οικονομία και τα πολύ χαμηλά επιτόκια. Tο αποτέλεσμα είναι οι τραπεζικές μετοχές να υποχωρούν φέτος στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2012, αναγκάζοντας τους CEOs να μειώσουν τους μισθούς και τα μπόνους και να περικόψουν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Eάν η Citigroup θέλει να βελτιώσει την κερδοφορία της στο σημερινό εποπτικό περιβάλλον, θα πρέπει να σπάσει σε μικρότερα κομμάτια, εκτιμά ο Brian Kleinhanzl, αναλυτής της Keefe Bruyette & Woods. Kαι εξηγεί ότι εννοεί κάτι πολύ πιο δραστικό από όλες τις αλλαγές που έχει κάνει έως σήμερα η τράπεζα, όπως για παράδειγμα, να χωρίσει τις καταναλωτικές και τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της σε δύο διαφορετικές εταιρίες.