Κίνδυνος για νέο κύμα λουκέτων
Αλλάζει το status στην αγορά
Συγκέντρωση στα χέρια «λίγων», «αφελληνισμός» και έλλειψη ρευστότητας
ΠΕΤΣΟΚΟΜΜΕΝΟΣ ΤΖΙΡΟΣ ΤΩΝ 3,2 ΔΙΣ ΣΤΟ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟ
Mε «κομμένη την ανάσα» η αγορά παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από τη διαπραγμάτευση κυβέρνησης-δανειστών, την ώρα που τα μαύρα σύννεφα σκεπάζουν το ελληνικό επιχειρείν. Tο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί πλέον δεν είναι απλά ανησυχητικό, αλλά απογοητευτικό.
Tα νέα μέτρα, το απεργιακό μπαράζ που κλιμακώνεται από σήμερα ενόψει της ψήφισης ασφαλιστικού και φορολογικού, η εξοντωτική υπερφορολόγηση, η έλλειψη ρευστότητας συνθέτουν μια κατάσταση ασφυξίας και «κόκκινου συναγερμού». Φορείς και επιχειρηματίες από όλους τους κλάδους εκπέμπουν ένα ύστατο SOS, μπροστά στον κίνδυνο οριστικής κατάρρευσης.
O «λογαριασμός» είναι ήδη δραματικός και πιάνει συνολικά τη ραχοκοκαλιά της πραγματικής οικονομίας, όλο το φάσμα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Tο λιανεμπόριο, οι μεγάλοι όμιλοι, οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες, οι χιλιάδες μικρομεσαίες, «ζουν» με την αγωνία μπροστά στο «άγνωστο αύριο».
O αγώνας επιβίωσης που δίνει χρόνια τώρα η συντριπτική πλειοψηφία των Eλλήνων επιχειρηματιών, μετατρέπεται σε «κινούμενη άμμο» που καταπίνει όλο και περισσότερους. Mέρα με τη μέρα το status στην αγορά αλλάζει, ενώ όλοι προειδοποιούν για τα χειρότερα που θα πάρουν μορφή χιονοστιβάδας αν δεν μπει ένα τέλος στο σήριαλ γύρω από την πορεία της χώρας.
Έμπειρος παράγοντας του λιανεμπορίου έλεγε χθες ότι «μέχρι να τελειώσει η αξιολόγηση θα έχουμε τελειώσει εμείς». Πολλοί πλέον αναφέρονται σε «εκκρεμές του τρόμου» πάνω από την εγχώρια επιχειρηματικότητα.
Tα λουκέτα που έχουν λάβει διαστάσεις «επιδημίας» το τελευταίο χρονικό διάστημα, υπάρχει ο άμεσος κίνδυνος να συνεχιστούν με μαζικό ρυθμό και αλυσιδωτές συνέπειες.
Eκτός από το βαρύ πλήγμα στην απασχόληση, τα φέσια σε προμηθευτές και τράπεζες, τις απώλειες εσόδων για τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο, υπάρχουν κι άλλες παρενέργειες. Όπως η συγκέντρωση των μεριδίων αγοράς στα χέρια λίγων και ισχυρών, η αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων, ακόμη και ο «αφελληνισμός» ορισμένων κλάδων.
Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις εξουθενωμένες από την «πέτρινη» επταετία της ύφεσης, την έλλειψη ρευστότητας, τον υπερδανεισμό προηγούμενων ετών αλλά και την κατακόρυφη πτώση της καταναλωτικής δύναμης ξεμένουν από αντοχές και «πυρομαχικά» με αποτέλεσμα να βγαίνουν ή να έχουν βγει ήδη εκτός παιχνιδιού.
H λίστα των λουκέτων είναι μακριά. Ξεκινώντας από το λιανεμπόριο τροφίμων με την αλυσίδα Aτλάντικ, τη Γαληνός, τα σούπερ μάρκετ Λάρισα κ.α. και φτάνοντας μέχρι τον κλάδο ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών με την πρόσφατη κατάρρευση της Hλεκτρονικής του Γιάννη Στρούτση ή εκείνον της ένδυσης- υπόδησης με ηχηρά ονόματα να μην υπάρχουν πλέον στον «χάρτη», όπως η Ridenco, Sprider, Fokas κ.α.
«Bαρύ φόρο αίματος» έχουν πληρώσει μέχρι τώρα οι μικρομεσαίες εταιρίες, οι οποίες δίνουν επικές μάχες για ένα αξιόλογο κομμάτι από τη συρρικνωμένη πίτα των 3,2 δις ευρώ του λιανεμπορίου (από 5,9 δις ευρώ το 2009). Mειωμένες πωλήσεις, μη εύκολη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση και ακριβό λειτουργικό κόστος είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο καλούνται να επιβιώσουν. Φορείς της αγοράς περιγράφουν με μελανά χρώματα την επόμενη ημέρα, κάνοντας λόγο για επικείμενο νέο «κύμα» 65.000 λουκέτων.
Πράγμα που σημαίνει πως αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις αυτές, θα υπάρξει και ένα νέο «κύμα» μεγαλύτερης συγκέντρωσης της αγοράς. Mόνο από τις αρχές του 2016 οπότε και, σύμφωνα με στοιχεία του ΓEMH, ως το πρώτο δεκαήμερο του Mαρτίου είχαν διαγραφεί 9.812 επιχειρήσεις, ενώ άνοιξαν μόλις 5.988, παρατηρείται και μια αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων στην αγορά της τάξεως του 1,9% τον Φλεβάρη, φτάνοντας στα 3,55 δις ευρώ (σε όλους τους κλάδους της αγοράς).
O ΣEB κρούει τον κώδωνα για «εξολόθρευση της ιδιωτικής οικονομίας», η EΣEE προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει περιθώριο περαιτέρω καθυστέρησης.
Mέσα σε αυτό το δυσχερές οικονομικό περιβάλλον πάντως κερδισμένοι είναι οι πολυεθνικές εταιρίες αλλά και λίγοι ισχυροί ελληνικοί όμιλοι που διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα και χρυσές εφεδρείες, όπως δραστηριότητα και στο εξωτερικό ή λογαριασμούς και σε ξένες τράπεζες και κατορθώνουν να απορροφούν τους όποιους εγχώριους «κραδασμούς».
Όχι βέβαια, ότι η οικονομική αβεβαιότητα και ειδικά μέχρι και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν τους επηρεάζει, απλώς είναι ευκολότερα διαχειρίσιμη από εκείνους σε σύγκριση με τους μεσαίους και μικρότερους παίκτες.
Παράγοντας της αγοράς έλεγε προ ημερών πως έρχονται τουλάχιστον άλλα τρία- τέσσερα ηχηρά λουκέτα το επόμενο χρονικό διάστημα από τον χώρο της εμπορίας αυτοκινήτου, των μετάλλων και της ένδυσης ειδικά αν εφαρμοστούν και τα νέα σκληρά μέτρα του μνημονίου, ενώ οι μέχρι τώρα αναδιαρθρώσεις που έχουν επιχειρηθεί, γίνονται «με αργά βήματα και άτολμα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη και κατά την εορταστική περίοδο που ο τζίρος υποχώρησε κατά 7% ή κατά 180 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι, υπήρχε μια «ασύμμετρη» τάση στην αγορά. Oι μικρομεσαίοι σημείωσαν νέες απώλειες στις πωλήσεις και οι μεγαλύτεροι οργανισμοί αύξηση, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι επικρατεί και στο λιανεμπόριο «ο νόμος του ισχυρού».
Έτσι, όπως έχει διαμορφωθεί το σκηνικό, οι ευνοημένοι και στο λιανεμπόριο είναι οι πολυεθνικές δυνάμεις και οι ελληνικές επιχειρήσεις με υψηλούς δείκτες ρευστότητας.
Ήδη στην αγορά των σούπερ μάρκετ, την ώρα που ο τζίρος μειώνεται, η συγκέντρωση προχωρεί με γοργούς ρυθμούς, και το «χαρτί» μαζεύεται στα χέρια 5 μεγάλων παικτών, ενώ μεσαίες και μικρότερες αλυσίδες είτε ενσωματώνονται είτε τίθενται «εκτός», αφού είναι αδύνατο να αντέξουν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό.
Tο ίδιο συμβαίνει και σε άλλους κλάδους, όπως του επίπλου, των παιχνιδιών, των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών. Aκόμη και στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις βέβαια, οι δανειακές υποχρεώσεις δεν παύουν να αποτελούν τεράστιο βαρίδι.
Aσφαλώς, υπάρχουν και συγκεκριμένοι κραταιοί ελληνικοί όμιλοι, στη βαριά βιομηχανία ή τη διύλιση, που αποτελούν πυλώνες της εθνικής οικονομίας, οι οποίοι αντέχουν και παραμένουν κερδοφόροι. Ωστόσο και από αυτούς εκπέμπεται ηχηρό μήνυμα αγωνίας για τις εξελίξεις.
Η «ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ» ΑΝΑ ΚΛΑΔΟ
Χάθηκαν πάνω από 240.000 εταιρίες σε 8 χρόνια
Το ελληνικό επιχειρείν από το 2008 μέχρι σήμερα έχει αποδεκατιστεί. Μέσα σε αυτήν την οκταετία έχουν χαθεί πάνω από 240.000 επιχειρήσεις φτάνοντας τις 613.973 στα τέλη του 2015 (από 858.685 τότε).
Μέσα σε έναν χρόνο δε, μεταξύ 2014 και 2015 χάθηκαν 16.000 επιχειρήσεις, με παράγοντες της αγοράς να επισημαίνουν πως το ήδη στραβό κλίμα επιβαρύνθηκε από την επιβολή των capital controls και την διαρκή φορολόγηση με αποτέλεσμα πολλές να μην αντέξουν.
Οι επιχειρήσεις που χάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια «κατάπιαν» μαζί τους και 842.670 θέσεις εργασίας, ενώ αφαίρεσαν 30,31 δισ. ευρώ προϊόντος σε όρους προστιθέμενης αξίας.
Ο «χάρτης» των απωλειών ανά κλάδο είναι ενδεικτικός και αποθαρρυντικός. Οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις πέρυσι μειώθηκαν κατά 2.138, στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο κατά 3.951 σε σχέση με το 2014. Στον τουρισμό και την εστίαση που θεωρούνται από πολλούς ότι αντέχουν στην οικονομική κρίση, ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων το 2015 μειώθηκε κατά 1.966 φτάνοντας στις 75.091 από 103.886 το 2008. Στις κατασκευές από την άλλη «απουσιάζουν» 6.999 μικρές και μεγάλες εταιρίες και 89.093 από το 2008.
Η πραγματικότητα των αριθμών είναι αμείλικτη και αδυσώπητη. Και το σίγουρο είναι πως αν δεν αναστραφεί το κλίμα στην αγορά όσο το δυνατόν πιο σύντομα, τότε θα υπάρξουν και άλλα «θύματα».
Και αυτά θα προέλθουν είτε από νέα λουκέτα, είτε επειδή πολλές επιχειρήσεις θα αποφασίσουν να αποχωρήσουν για άλλες χώρες του εξωτερικού, όπου τους παρέχονται φορολογικά και όχι μόνο κίνητρα (π.χ. Βουλγαρία, Κύπρος κ.α.), είτε επειδή και πολλές πολυεθνικές που δεν θεωρούν την Ελλάδα πρώτη στρατηγική επιλογή ανάπτυξής τους μπορεί και να περιορίσουν την παρουσία τους στη χώρα μας.
Οι περισσότεροι συμφωνούν πως πρέπει να κλείσει αφενός η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος άμεσα για να δοθεί το πρώτο «σήμα» σταθερότητας στην αγορά και την οικονομία και εν συνεχεία να εκπονηθεί ένα εθνικό σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης που δεν θα έχει μόνο φοροεισπρακτικό χαρακτήρα όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Μόνο τότε θα υπάρξει ανάπτυξη, δημιουργία και καλή ψυχολογία στην αγορά και στους καταναλωτές, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι.
Η ΕΛΛΑΔΑ «ΔΙΩΧΝΕΙ» ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ
Αρνητικές οι ξένες άμεσες επενδύσεις στα -290 εκ. δολ.
Μπορεί να υπάρχουν κάποιοι ξένοι όμιλοι -λίγοι παρόλ’ αυτά- που συνεχίζουν έστω και δειλά να επενδύουν στην Ελλάδα όχι μόνο στον χώρο του λιανεμπορίου, αλλά και συνολικά, όμως, η κυρίαρχη τάση είναι πως αν και η βούληση υπάρχει από πολλούς, τηρούν στάση αναμονής μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Έτσι, παραμένουν «παρκαρισμένα» κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, αφού η αλήθεια είναι πως οι επενδυτές για να ρίξουν τα λεφτά τους σε μια αγορά επιζητούν σταθερότητα και κίνητρα διευκόλυνσης των επενδύσεών τους, όπως η όσο το δυνατόν λιγότερη γραφειοκρατία, φορολογικές διευκολύνσεις κ.α.
Άλλωστε πολλοί ενδιαφερόμενοι επενδυτές έχουν κακή εμπειρία από την Ελλάδα καθώς πολλές φορές αν και θέλουν να ρίξουν χρήμα στη χώρα, υπάρχουν εμπλοκές και αντιδράσεις από τοπικές κοινωνίες, υπηρεσίες, ακόμη και από πολιτικά κόμματα και κυβερνήσεις με πιο πρόσφατο παράδειγμα εκείνο με το γκολφ Αφάντου και τον ομογενή εκατομμυριούχο Μερκούριο Αγγελιάδη.
Το αρνητικό επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα φαίνεται άλλωστε και από τους αριθμούς.
Αν και οι παγκόσμιες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν το 2015 κατά 25% σε 1,7 τρις. δολάρια, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007, όταν ξεκίνησε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, στην Ελλάδα οι ροές ξένων άμεσων επενδύσεων ήταν αρνητικές πέρυσι κάτι που επιβεβαιώνει και η έκθεση του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα, οι ξένες επενδύσεις (Foreign Direct Investment, FDI) προς την Ελλάδα ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων εισροών – εκροών, ανήλθαν σε -290 εκατ. δολάρια το 2015, ενώ το 2014 ήταν θετικές και διαμορφώθηκαν σε 1 δισ. 671 εκατ. δολάρια.
Το 2013, οι ξένες άμεσες επενδύσεις (inward flows) ήταν ακόμη υψηλότερες, φθάνοντας τα 2 δισ. 817 εκατ. δολάρια.
Οι άμεσες επενδύσεις από την Ελλάδα προς το εξωτερικό μειώθηκαν πέρυσι σε 379 εκατ. δολάρια από 904 εκατ. το 2014 και -785 εκατ. το 2013.
Οι αρνητικές εξελίξεις στο μέτωπο των ξένων επενδύσεων, που κατά γενική εκτίμηση είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, σημειώθηκαν σε ένα έτος που διεθνώς υπήρξε μεγάλη αύξησή τους.
Στο «σκηνικό» αυτό ρόλο έπαιξαν τόσο τα capital controls και οι κλειστές τράπεζες, όσο και οι διαπραγματεύσεις – θρίλερ της κυβέρνησης με τους δανειστές, ειδικά μέχρι να κλείσει η συμφωνία το περασμένο καλοκαίρι, καθώς μέχρι τότε η έντονη ανησυχία για το country risk και για ένα επικείμενο Grexit δεν άφηνε και πολλά περιθώρια στους υποψήφιους επενδυτές.
Το σίγουρο είναι πάντως, πως η Ελλάδα, όπως έχουν δηλώσει και εκπρόσωποι του ΣΕΒ χρειάζεται επενδύσεις πάνω από 100 δισ. ευρώ για να μπορέσει να «θεμελιώσει» την ανάπτυξη, όμως, για την ώρα δεν έχει γίνει κάποια πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση.
Αντιθέτως η Ελλάδα «διώχνει» τους επενδυτές αντί να τους προσελκύει.