Οι τελευταίες τρεις, τουλάχιστον, γενιές οικονομολόγων ανά τον πλανήτη τον γνωρίζουν ως τον κατεξοχήν βιογράφο του Καίηνς, τόσο ως προς το επιστημονικό του έργο, όσο και ως προς το βίο του. Ο καθηγητής Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, ωστόσο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός θεματοφύλακας του έργου του Καίηνς – είναι ενδεχομένως από τους θεμελιωτές της Ιστορίας της Οικονομίας ως ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου, τόσο των Οικονομικών όσο και της Ιστορίας.
Στο τελευταίο άρθρο που συνέγραψε – για λογαριασμό του Project Syndicate – βάλει ευθέως κατά των κερδοσκόπων ειδικώς και των αγορών γενικώς και αυτοανακηρύσσεται σε υπερασπιστή των Ελλήνων πολιτών, που εν ονόματι των αντιλήψεων των αγορών, όπως λέει, υποχρεώνονται σε υπέρογκες θυσίες.
Ο γνωστός για το αγγλοσαξωνικό, χαμηλών τόνων ύφος του καθηγητής ξεκινά το άρθρο του με μια συνοπτική, απλή εξήγηση της έννοιας «σορτάρω», φέρνοντας ως παράδειγμα τι κάνει ένας κερδοσκόπος που έχει βάλει στόχο να «σορτάρει» την ελληνική κυβέρνηση. Και το άρθρο, που φέρει τον τίτλο «Democracy or Finance» συνεχίζει:
«Φυσικά, ένας μεμονωμένος σορτάκιας δε μπορεί να «φτιάξει» την τιμή ενός αντικειμένου (εκτός κι αν είναι ο Τζορτζ Σόρος, του οποίου το περίφημο στοίχημα εναντίον της βρετανικής στερλίνας το 1992 τον κατέστησε δισεκατομμυριούχο κι ανάγκασε τη Βρετανία να φύγει από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών). Αλλά εάν μια ομάδα κερδοσκόπων αποφασίσει (σωστά ή λάθος) ότι το χρέος μιας κυβέρνησης είναι υπερτιμημένο, μπορούν να υποχρεώσουν την τιμή να κατέβει, αναγκάζοντας έτσι το επιτόκιο να ανέβει.
«Εάν η επίθεση συνεχιστεί, οι κερδοσκόποι μπορούν να αναγκάσουν μια κυβέρνηση να κηρύξει στάση πληρωμών στις δανειακές της υποχρεώσεις, εκτός εάν βρει έναν τρόπο να χρηματοδοτήσει το δανεισμό της πιο φθηνά. Το χρηματοδοτικό μέσο που δημιουργήθηκε το περασμένο έτος από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να διευκολύνει στην Ελλάδα κι άλλες πιεσμένες από το δημόσιο χρέος χώρες, όπως η Ιρλανδία και τώρα η Πορτογαλία, κάνει ακριβώς αυτό – υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εφαρμόσουν σκληρά προγράμματα λιτότητας για να εξαλείψουν τα ελλείμματά τους σε μικρό χρονικό περιθώριο.
«Εξάλειψη του ελλείμματος» σημαίνει – πάντα κατά τον καθηγητή Σκιντέλσκι – πολύ απλά, εξάλειψη πολλών θέσεων εργασίας, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται από το έλλειμμα. Το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος της μείωσης του ελλείμματος σε μια αδύναμη οικονομία είναι αποτρόπαιο – κι ούτε οι στόχοι θα επιτευχθούν, διότι οι περικοπές των δαπανών θα υποσκάψουν τα έσοδα της κυβέρνησης, όπως θα μειώνεται η ζήτηση.
«Οπότε, ποιος είναι ο ρόλος των εκλεγμένων πολιτικών ενώπιον μιας κερδοσκοπικής επίθεσης; Είναι απλώς να αποδεχθούν τη βούληση των αγορών και να επιβάλουν τον απαιτούμενο πόνο στους λαούς τους; Αυτό θα ήταν ένα λογικό συμπέρασμα, εάν οι χρηματοπιστωτικές αγορές πάντα, ή έστω συνήθως, αποτιμούσαν ορθά τα αντικείμενά τους.
«Όμως δεν το κάνουν αυτό. (….) Αυτό δε σημαίνει ότι κάποιες κυβερνήσεις δε ζούσαν πέρα από τις δυνατότητές τους, κι ότι το σορτάρισμα του χρέους τους ήταν ο τρόπος των αγορών να τις καταστήσουν υπόλογες. Όμως, στο τέλος – τέλος, είναι οι ψηφοφόροι, όχι οι αγορές, που καθιστούν τις κυβερνήσεις υπόλογες. Όταν αυτά τα δυο μέτρα διαφέρουν (σ.σ. των αγορών και των ψηφοφόρων), το λαϊκό μέτρο πρέπει να επικρατεί, εάν πρόκειται η δημοκρατία να επιβιώσει.
Η ένταση μεταξύ δημοκρατίας και αγορών βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής αυξανόμενης δυσαρέσκειας στην Ευρώπη. Η λαϊκή οργή στις περικοπές των προϋπολογισμών που επιβάλλονται από τις ενέργειες των κερδοσκόπων και των τραπεζιτών έχει ανατρέψει τις ηγεσίες στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, κι αναγκάζει τον ισπανό πρωθυπουργό να αποσυρθεί από την πολιτική.(….)
Για τους πολιτικούς, το σημαντικό δεν είναι να αποφύγουν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις, αλλά να το πράξουν αυτό από τη δική τους βούληση και με το δικό τους ρυθμό. Όταν μια εκλεγμένη κυβέρνηση δέχεται επίθεση από τις αγορές, είναι ουσιαστική το πολιτικό σύστημα να παραμένει ενωμένο.
Είναι φυσικό για τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης να επιθυμούν να εκμεταλλευθούν τις δυσκολίες της κυβέρνησης για να κερδίσουν την εξουσία. Αλλά μια οικονομικά κρίση εγκαλεί για πολιτική αυτοσυγκράτηση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα έπρεπε να αποφύγουν να «σορτάρουν» την κυβέρνησή τους πολιτικά, σε μια στιγμή που οι αγορές το κάνουν οικονομικά…»