Εδώ και χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Κίνα, την οποία αποκαλεί οικονομικό ταραχοποιό που «τρώει το γεύμα μας».
Το επιχείρημα του κ. Τραμπ είναι ότι το Πεκίνο χειραγωγεί το νόμισμά του και το διατηρεί φτηνό, ώστε να δίνει στις κινεζικές εξαγωγές αθέμιτο πλεονέκτημα.
Αυτό ίσχυε, όμως, για την περασμένη δεκαετία. Η Κίνα αποτελεί σήμερα απειλή όχι εξαιτίας της ισχύος της, αλλά επειδή είναι εύθραυστη.
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, το χρέος έχει αυξηθεί ανησυχητικά γρήγορα στον αναδυόμενο κόσμο και ιδιαιτέρως στην Κίνα. Η αύξηση του εμπορίου κατέρρευσε παντού, καταφέροντας καίριο πλήγμα στις εξαγωγικές χώρες προεξάρχουσας της Κίνας. Πολλές χώρες στρέφονται σε αυταρχικά καθεστώτα, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση. Αλλά καμία δεν είναι πιο αυτοκαταστροφική απ΄ όσο η Κίνα. Σε όλον τον κόσμο επιβραδύνεται η αύξηση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αλλά στην Κίνα πήρε αρνητικό πρόσημο πέρυσι, καθώς μειώθηκε το εργατικό της δυναμικό.
Δραματική αύξηση
Το χρέος της Κίνας, ιδιωτικό και δημόσιο, έχει αυξηθεί δραματικά. Για όλες τις χώρες θα είναι δύσκολο να σημειώσουν ανάπτυξη 6%, αλλά για την Κίνα θα είναι αδύνατον.
Προκειμένου, πάντως, να υπερβεί τον στόχο του, το Πεκίνο διοχετεύει χρέος σε περιττά σχέδια. Η οικονομία επιβραδύνεται και θα επιβραδυνθεί περαιτέρω, όταν η χώρα θα αναγκαστεί να περιορίσει το χρέος της.
Το επόμενο βήμα θα είναι μία ακόμη βαθύτερη επιβράδυνση ή ακόμη και μια χρηματοπιστωτική κρίση. Κάτι τέτοιο θα έχει παγκόσμιες επιπτώσεις, γιατί τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας της, που λαμβάνει επί επτά χρόνια, έχουν μετατρέψει τη δεύτερη οικονομία του κόσμου σε ένα φουσκωμένο γίγαντα.
Στο Πεκίνο η εμπιστοσύνη έχει δώσει τη θέση της στον εκνευρισμό. Οι κάτοικοι της χώρας συχνά αισθάνονται τον κίνδυνο να έρχεται πριν από τους ξένους επενδυτές και είναι οι πρώτοι που εγκαταλείπουν προτού ξεσπάσει κρίση.
Οι Κινέζοι απέσυραν από τη χώρα το ποσό ρεκόρ των 675 δισ. δολ. μέσα στο 2015 και μέρος αυτών των κεφαλαίων κατέληξε σε αγορές ακινήτων στο εξωτερικό. Αν η Κίνα έτρωγε το γεύμα των Αμερικανών, οι κάτοικοί της δεν θα έσπευδαν να αγοράσουν διαμερίσματα στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο.
Όχι μόνο δεν συνωμοτεί για να αποδυναμώσει το νόμισμά της, όπως ισχυρίζεται ο κ. Τραμπ, αλλά αγωνίζεται να ανακόψει την περαιτέρω πορεία του γουάν, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διαβρώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη και να αυξήσει τις πιθανότητες μιας κρίσης. Ο σπόρος των σημερινών προβλημάτων της Κίνας φυτεύτηκε μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 το Πεκίνο φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στο πλαίσιο των προετοιμασιών είχε κλείσει προσωρινά τις ρυπογόνες βιομηχανίες ενώ παράλληλα χαλάρωσε τη λογοκρισία. Ο κόσμος στην Κίνα είχε κάθε λόγο να νιώθει εμπιστοσύνη.
Όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλες ασιατικές οικονομίες που είχαν συντελέσει στο «θαύμα», η Κίνα κατέγραφε επί χρόνια διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης επενδύοντας στις εξαγωγές. Ο πρωθυπουργός, Γουέν Τζιαμπάο, όμως, δεν επαναπαυόταν. Προειδοποιούσε πως ύστερα από τρεις δεκαετίες εντατικής εκβιομηχάνισης, η Κίνα ήταν «ασταθής» και «με ανισορροπίες».
Το εισόδημα
Πολλοί εξέχοντες Κινέζοι αναγνώρισαν πως όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα θα έφτανε τις 8.000 δολάρια, η χώρα θα αντιμετώπιζε μάλλον επιβράδυνση όπως είχε συμβεί με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα όταν επέτυχαν αντίστοιχο επίπεδο εισοδημάτων. Στο μεταξύ, πολλοί που παρατηρούν τα πράγματα από μακριά ήλπιζαν πως η Κίνα θα οδηγείτο στον εκδημοκρατισμό όσο πλούτιζε, ακολουθώντας και πάλι την πορεία άλλων ασιατικών οικονομιών.
Στη συνέχεια κατέρρευσε η Lehman Brothers στις ΗΠΑ, οδηγώντας σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία. Κατέρρευσε η ζήτηση σε όλον τον κόσμο, συντρίβοντας την αύξηση των εξαγωγών στην Κίνα.
Η ηγεσία του Πεκίνου κατελήφθη από πανικό φοβούμενη όπως φαίνεται πως αν η ύφεση χτύπαγε την πόρτα τους, θα προκαλούσε κοινωνικές ταραχές. Ο κ. Γουέν ανέκρουσε πρύμναν και διπλασίασε το παλιό βιομηχανικό μοντέλο επενδύοντας σε μονάδες παραγωγής με κρατικά δάνεια τρισεκατομμυρίων. Αρχικά φάνηκε να αποδίδει το σύστημα.