Αλλά οι επενδυτές ακόμη παραμένουν καχύποπτοι
Σχεδόν μια οκταετία μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, με τις γνωστές καταστροφικές οικονομικές συνέπειες παγκόσμιας κλίμακας, και με αφορμή την σημερινή κατάσταση της ιταλικής Μonte dei Paschi di Siena, το ερώτημα σχετικά με την κατάσταση «υγείας» των περισσοτέρων ευρωπαϊκών τραπεζών ης Ευρώπης επανέρχεται πιο πιεστικό από ποτέ.
Η αλήθεια είναι ότι οι σημαντικότερες τράπεζες σήμερα έχουν γονατίσει υπό το άχθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την έλλειψη ρευστούτο οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στην πραγματική Οικονομία (π.χ. χρηματοδότηση του υγιούς επιχειρηματικού τομέα).
Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνουν τα τέστ της βρετανικής European Banking Authority (EBA), που εφαρμόστηκαν σε 51 τράπεζες από την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Αυστρία, την Βρετανία και την Γερμανία, ο τραπεζικός κλάδος παρουσιάζει μια σημαντική αντοχή, παράτο γεγονός ότι δεν καταφέρνει να κερδίσει εντελώς την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Σύμφωνα με την Καταρίνα Μπάρτεν, την αντιπρόεδρο του Moody’s, «η πλειονότητα των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ισχυρά κεφαλαιακά επίπεδα στο δυσμενές σενάριο. Από τις 51 τράπεζες που ελέγχθηκαν, οι 43 διατηρούσαν επίπεδο CET1 πάνω από το 8%, και με μια μόνο εξαίρεση, όλες διατηρούσαν θετικό CET1, με το χαμηλότερο στο 6,1%».
Τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι 51 τράπεζες που συμμετείχαν στα φετινά stress tests είναι πιο ανθεκτικές στις δυσμενείς συνθήκες απ’ ότι αυτές που εξετάστηκαν το 2014, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης. Αυτό οφείλεται στην βελτίωση των κεφαλαιακών επιπέδων των περισσοτέρων ευρωπαϊκών τραπεζικών συστημάτων από το τέλος του 2013.
«Για πολλές τράπεζες της ΕΕ, το υψηλότερο σημείο εκκίνησης για τα επίπεδα κεφαλαίων έχουν αντισταθμίσει τις σκληρότερες μακροοικονομικές υποθέσεις και τις ισχυρότερες πιέσεις στα έσοδα υπό το δυσμενές σενάριο για τα stress tests του 2016, καθώς και την συμπερίληψη επιπλέον κατηγοριών ρίσκου, και συγκεκριμένα την συμπεριφορά και τα ρίσκα από το ξένο συνάλλαγμα», επισημαίνει η κ. Μπάρτεν.
Για τις 14 από τις 51 τράπεζες, ωστόσο, το δυσμενές σενάριο επηρέασε τα κεφάλαια CET1 κατά περισσότερο από 500 μονάδες βάσης. Αυτό σχετίζεται περισσότερο με πιστωτικές απώλειες, που –στα 349 δισ. ευρώ- αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των προσομοιωμένων απωλειών στο δυσμενές σενάριο, αν και οι παράγοντες-κλειδί διαφέρουν από τράπεζα σε τράπεζα.
Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τον Moody’s, τονίζουν επίσης τις μεγάλες διαφορές στην σχετική ισχύ των τραπεζικών συστημάτων στην ΕΕ, με τις ισχυρότερες τράπεζες ανά μέσο CET1 του συστήματος να εντοπίζονται κυρίως στις χώρες του Βορρά, ιδιαίτερα στην Σκανδιναβία. Οι τράπεζες της Αυστρίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας φάνηκαν λιγότερο ανθεκτικές στο πολύ δυσμενές σενάριο –βασικοί παράγοντες γι’ αυτό είναι οι εγχώριες πιέσεις της αγοράς για τις ιρλανδικές και ιταλικές τράπεζες και το υψηλότερο πιστωτικό ρίσκο των διασυνοριακών δραστηριοτήτων για τις αυστριακές τράπεζες.
Οι Ολλανδικές, Ισπανικές και Γερμανικές τράπεζες εμφάνισαν ικανοποιητικά αποτελέσματα υπό το δυσμενές σενάριο, ενώ τα αποτελέσματα για τις βρετανικές τράπεζες ήταν ποικίλα, αντανακλώντας εν μέρει την έκθεση στα εμπορικά ακίνητα.
Δύο σημαντικές ελλείψεις στα stress tests
Σύμφωνα με τους αναλυτές, τα συμπεράσματα από τα stress tests δεν είναι ασφαλή, αφού αυτά είχαν δύο πολύ σημαντικές ελλείψεις:
– Δεν έλαβαν υπόψη τις επιπτώσεις του Brexit, οι οποίες μόλις έχουν αρχίσει να φαίνονται. Η ιταλική τραπεζική κρίση δεν είναι κάτι καινούργιο, ωστόσο η απόφαση της Βρετανίας ήταν αυτή που αποκάλυψε το μέγεθος της αδυναμίας, φέρνοντας την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας και την παλαιότερη στον κόσμο, την Monte dei Paschi, στο χείλος του γκρεμού.
Μπορεί η ΕΚΤ να έδωσε το πράσινο φως στο σχέδιο της τράπεζας για άντληση κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα και μπορεί η τράπεζα να βρήκε λύση στο να ξεφορτωθεί περίπου 10 δισ. κόκκινα δάνεια, ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτό αρκεί για να σώσει.
Τραπεζίτες και αναλυτές επισημαίνουν ότι θα είναι πολύ δύσκολο για την τράπεζα να βρει αρκετούς επενδυτές για όλα αυτά τα νέα ομόλογα που θα προκύψουν από την πώληση των κόκκινων δανείων, καθώς και για να τονώσουν με 5 δισ. ευρώ την τράπεζα μέσω της έκδοσης μετοχών στην οποία θα προχωρήσει.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του Brexit θα αναγκάσουν τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τα επιτόκια σε χαμηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κάτι που θα βαρύνει σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη των τραπεζών, οι οποίες βασίζονται στα υψηλότερα επιτόκια για να βγάλουν κέρδος όταν δανείζουν.
– Δεύτερον, τα stress tests δεν έλαβαν υπόψη την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων σε ιστορικά χαμηλά και αρνητικά επίπεδα. Ο αυξανόμενος αριθμός των ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις (τα οποία αγγίζουν τα 13 τρισ. δολ. διεθνώς) και ο οποίος θα συνεχίσει να ανεβαίνει, καθώς η ΕΚΤ αγοράζει assets για να ενισχύσει τον πληθωρισμό, εκτός του ότι είναι άσχημο νέο για τους επενδυτές, αποτελεί ένα τεράστιο χτύπημα στον αδύναμο χρηματοπιστωτικό τομέα της Ευρώπης και ειδικά σε εκείνες τις τράπεζες που έχουν μεγάλες θέσεις σε κρατικά ομόλογα.
Όπως σημειώνει και ο Τζιμ Ράιντ, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank, το ότι δεν έλαβε υπόψη η ΕΒΑ τις αρνητικές αποδόσεις των ομολόγων, είναι ένα τεράστιο λάθος. Όπως τονίζει, αντίθετα ένα από τα σενάρια που εξέταζαν τα tests είναι τι θα συμβεί στις τράπεζες εάν αυξηθούν οι αποδόσεις των ομολόγων.
«Δεν λήφθηκε υπόψη όμως το σενάριο μίας παρατεταμένης περιόδου αρνητικών αποδόσεων. Οι περισσότερες τράπεζες θα πέταγαν από τη χαρά τους, αν έβλεπαν τις αποδόσεις να ανεβαίνουν αυτή τη στιγμή», καταλήγει ο κ. Ράιντ.
Προς νέα φυγή επενδυτών;
Mε αυτά τα δεδομένα, μπορεί η Ντανιέλ Νουί, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να δήλωσε ότι ο τραπεζικός τομέας είναι σήμερα πιο ανθεκτικός και μπορεί να απορροφά καλύτερα τις οικονομικές διαταραχές από ό,τι δύο χρόνια πριν, ωστόσο οι αγορές δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι πείστηκαν για αυτή την ανθεκτικότητα και αυτό είναι θα φανεί από Δευτέρα όταν και θα πάρουν τη σκυτάλη.
«Με βάση τα αποτελέσματα της ΕΒΑ οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν βαθύτερη ικανότητα απορρόφησης των απωλειών σε σχέση με το παρελθόν, αλλά οι ανησυχίες παραμένουν ιδιαίτερα γύρω από την κερδοφορία τους καθώς και την όρεξη πλέον των επενδυτών να επενδύσουν σε τραπεζικές μετοχές», σημειώνει ο αναλυτής της KPMG Στήβεν Χολ.
Το ανησυχητικό note της Deutsche Bank
Στο κατά τα άλλα καθησυχαστικό note που έστειλε ο CEO της Deutsche Bank στους υπαλλήλους της γερμανικής τράπεζας μετά τα stress tests (η DB μαζί με την Commerzbank, που είναι οι δύο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, βρέθηκαν ανάμεσα στις 12 πιο αδύναμες τράπεζες της λίστας της ΕΒΑ), περιλαμβάνεται μία φράση που σίγουρα δεν θα ηρεμήσει τις αγορές.
Όπως σημειώνει, σε έναν αρκετά… δυσοίωνο τόνο «το περιβάλλον μας είναι δύσκολο και μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολο τους επόμενους μήνες. Τα αποτελέσματα των stress tests δείχνουν ότι η Deutsche Bank είναι καλά εξοπλισμένη για τους δύσκολους καιρούς…».