Ανάλυση του Mark Gilbert στο Bloomberg View
Στον “απόηχο” της οικονομικής κρίσης, πριν από περίπου δέκα χρόνια, οι ρυθμιστικές Αρχές, διαφόρων αρμοδιοτήτων, αποφάσισαν πως θα ήταν καλή ιδέα να υποβάλλουν σε ασκήσεις αντοχής (stress tests) τις τράπεζές τους.
Διαπιστώνοντας με ποιο τρόπο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ενδεχόμενη κρίση, θα καθησύχαζαν τους επενδυτές σχετικά με την ανθεκτικότητα του συστήματος. Συνεπώς, η πτώση 7,6% στην αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών, τις δύο πρώτες ημέρες μετά από τη δημοσίευση της τελευταίας αξιολόγησης, αργά το βράδυ της Παρασκευής, είναι λόγος ανησυχίας.
Όλον τον χρόνο, οι μετοχές των τραπεζών σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις, σε σχέση με τις άλλες μετοχές. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 βρίσκεται περίπου 10% χαμηλότερα, από τις αρχές του έτους, ενώ οι τράπεζες έχουν χάσει τρεις φορές περισσότερη αξία και αποτιμώνται στο μισό από ό,τι έναν χρόνο πριν.
Μόνο δύο, από τις 51 τράπεζες που αξιολογήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (European Banking Association), είδαν τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (ο common equity tier 1 δείχνει το κεφάλαιο ως ποσοστό στα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού) να υποχωρεί κάτω από το 4,5%, ήτοι το ελάχιστο όριο που θέτουν οι Αρχές για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Ο δείκτης της Allied Irish Bank υποχώρησε στο 4,3%, σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, ενώ μόνο μία από τις 51 τράπεζες που ελέγχθησαν, η ιταλική Banca Monte dei Paschi, είδε τα κεφάλαιά της να εξανεμίζονται. Παρ’όλα αυτά, οι επενδυτές μετέφρασαν τα αποτελέσματα των ασκήσεων σε αιτία για να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι επέμεναν να κάνουν τα τελευταία χρόνια, δηλαδή να πωλούν τραπεζικές μετοχές.
Την Τετάρτη, ο Moody’s υποβάθμισε το outlook του ισπανικού τραπεζικού συστήματος, από θετικό σε σταθερό. “Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων που μέχρι στιγμής, έχει στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και έχει περιορίσει το οικονομικό βάρος του υπερχρεωμένου ιδιωτικού τομέα, επιβαρύνει περαιτέρω τις τράπεζες, συμπιέζοντας τα καθαρά έσοδα από τόκους”, επεσήμανε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προσανατολίζεται, πιθανότατα, προς την περαιτέρω χαλάρωση – παρά σύσφιξη – της νομισματικής πολιτικής και την Τράπεζα της Αγγλίας, την Πέμπτη, να μειώνει το δανειακό κόστος, απαντώντας στις αδύναμες – λόγω Brexit – οικονομικές προοπτικές, οι προσδοκίες που καλλιεργούνται στις τράπεζες για οποιαδήποτε ανακούφιση στο “μέτωπο” των επιτοκίων, είναι ελάχιστες.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Ευρώπης χρειάζεται μια διαφορετική λύση: Αντί να παρακολουθούν τις τράπεζες που είναι πολύ μικρές για να λειτουργούν κατάλληλα, αυτό που χρειάζεται είναι λιγότερες τράπεζες. Η Ιταλία διατηρεί 64 τραπεζικά παραρτήματα για κάθε 100.000 ανθρώπους, την ώρα που η Ισπανία έχει 70, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και είναι διπλάσια της αναλογίας που επικρατεί στις ΗΠΑ ή στην Ιαπωνία. Οι ενοποιήσεις θα βοηθήσουν επίσης τις τράπεζες της Ευρώπης να κάνουν ένα ξεκαθάρισμα στους ισολογισμούς τους. Την ώρα που το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ιταλία συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή, στην Ευρωζώνη, ανέρχονται στο 5,7% των ακαθάριστων δανείων, σε σύγκριση με το 1,4% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 1,5% στις ΗΠΑ. Βέβαια, το εγχείρημα ελάφρυνσης αυτού του βάρους για το τραπεζικό σύστημα και ελαχιστοποίησης του πλεονάσματος των τραπεζικών καταστημάτων θα είναι επίπονο, αν μη τι άλλο πολιτικά.
Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος της UBS, Axel Weber, ανέφερε πως οι μεγάλες τράπεζες, λόγω των πιέσεων που δέχονται για μικρότερους ισολογισμούς, αδυνατούν να διανοηθούν καν το ενδεχόμενο εξαγοράς και έτσι, η απαραίτητη “δημιουργική καταστροφή στον τραπεζικό τομέα απλώς δεν συμβαίνει”.
Ωστόσο, ο επικεφαλής της Intesa Sanpaolo, Carlo Messina, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg, την Τετάρτη, είπε ότι αν και οι εξαγορές εκτός συνόρων και οι συγχωνεύσεις είναι απίθανες, εξ αιτίας των περικοπών στις δαπάνες που θα ήταν αναγκαίες, οι συνεργασίες εντός των χωρών είναι πιθανές.
Οι λιγότερες, ισχυρότερες εθνικές τράπεζες θα μπορούσαν να οικοδομήσουν έναν αποτελεσματικότερο χρηματοπιστωτικό κλάδο. Οι ρυθμιστικές Αρχές θα έπρεπε να αναζητούν, ενεργά, τρόπους, προκειμένου να ενθαρρύνουν τις συγχωνεύσεις μεταξύ των ισχυρότερων εταιρειών και των μικρότερων ανταγωνιστών τους. Θα είναι στο χέρι των πολιτικών να “πουλήσουν” την ανάγκη για ενοποίηση και να “γλυκάνουν το χάπι”. Εάν αποτύχουν, οι προσπάθειες της Κεντρικής Τράπεζας να αναζωογονήσει την ευρωπαϊκή οικονομία, ρίχνοντας χρήμα, θα συνεχίσει να υπονομεύεται.