Με μεροληψία φαίνεται πως γίνεται η ξένη κάλυψη της ελληνικής κρίσης σύμφωνα με έρευνα του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
Πρόκειται για τη σκιαγράφηση του τρόπου με τον οποίο δέκα εφημερίδες από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και την Ιταλία αξιολόγησαν την ελληνική κρίση από τις αρχές Οκτωβρίου 2009 ως τα τέλη Δεκεμβρίου 2010, που διεξήγαγε ο Γιώργος Τζογόπουλος, μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Όπως τονίζεται στην έρευνα δημοσιοποιείται στο «zougla.gr», η ελληνική κρίση κυριάρχησε για ένα μεγάλο διάστημα στη θεματολογία των βασικών ΜΜΕ, ένα φαινόμενο το οποίο θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι η χώρα μας ανήκει στην ευρωζώνη και ακολούθως στην κρίση που έπληξε το ευρώ.
Ενδεικτικά, οι οικονομικές εφημερίδες The Wall Street Journal είχαν 5.504 δημοσιεύματα και οι Financial Times 5.467 δημοσιεύματα το διάστημα που διερευνάται. Την πρωτοκαθεδρία στα δημοσιεύματα για την Ελλάδα πάντως, την έχει η Γερμανία με σχεδόν 7.000 δημοσιεύσεις στο ίδιο διάστημα.
Αναγνωρίζοντας το μεγάλο κίνδυνο που πήγαζε από την ελληνική κρίση, οι εφημερίδες ανέπτυξαν διαφορετικές θεωρίες για το αν και το πώς η οικονομίας της χώρας μας θα έπρεπε να διασωθεί. Υπέρ της προοπτικής αυτής τάχθηκαν οι γαλλικές και ιταλικές εφημερίδες σε συνδυασμό με τη γερμανική κεντροαριστερή Suddeutsche Zeitung, ενώ η στάση των οικονομικών εφημερίδων και της γερμανικής κεντροδεξιάς Franfurter Allgemeine Zeitung ήταν ασαφής. Οι γαλλικές και οι ιταλικές εφημερίδες μάλιστα τάχθηκαν κατά της λύσης της υποστήριξης από το ΔΝΤ, σε αντίθεση με τα άλλα έντυπα. Χαρακτηριστική ήταν το βασικό άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο «Στην Ελλάδα αξίζει το ΔΝΤ».
Στη Γαλλία και στην Ιταλία υπήρξε μεγαλύτερη επιείκεια λόγω σχετικής εμπειρίας από το εσωτερικό της χώρας τους, ενώ στο γερμανικό Τύπο αντανακλάται ένας εκνευρισμός ότι η χώρα εγκατέλειψε το ισχυρό μάρκο για να ενταχθεί στο ευρώ το οποίο υπονομεύεται από χώρες με υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ ο αμερικάνικος και αγγλικός Τύπος εκφράζουν κάποιου είδους δικαίωση με τα σημερινά προβλήματα του ευρώ, αφού έχουν από καιρού διατυπώσει επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος.
«Σκόπιμες» οι υπερβολές κατά της Ελλάδας;
Η απόδοση ιδιαίτερης έμφασης στην ελληνική περίπτωση και η συχνή δημοσίευση αρνητικών και ειρωνικών σχολίων για αυτή μπορεί να θεωρηθεί, πάντα σύμφωνα με τον ερευνητή Γιώργο Τζογόπουλο, ως σκόπιμη επιλογή των ξένων δημοσιογράφων στην προσπάθεια τους να καλύψουν την οικονομική κρίση και να εξηγήσουν τον κίνδυνο επιβίωσης της ευρωζώνης, ενώ πιθανό τίθεται το ενδεχόμενο κάλυψης οικονομικών συμφερόντων που εξυπηρετούν τα ΜΜΕ, τα οποία δεν είναι εύκολο να αποδειχτούν. Δύσκολο είναι ακόμα να διερευνηθεί ποιες σχέσεις αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε εφημερίδες και επενδυτικές εταιρείες, οίκους αξιολόγησης, hedge funds ή άλλους οικονομικούς οργανισμούς και αν μέσα στο πλαίσιο αυτό χειραγωγήθηκε η κάλυψης της ελληνικής κρίσης.
Στη στάση αυτή άλλωστε είχε αναφερθεί και ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου δηλώνοντας ότι «υπήρξε σε κάποιο βαθμό μια κερδοσκοπία από την πλευρά των ΜΜΕ, που διόγκωσε τα δημοσιονομικά προβλήματα που υπήρχαν και υπάρχουν, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο πολλές φορές την επίλυσή τους».
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας άλλωστε, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης έθιξαν όχι μόνο τα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας, τα επεισόδια, τις διαδηλώσεις και τις επαναλαμβανόμενες απεργίες αλλά, προσπαθώντας να αναλύσουν τον ελληνικό τρόπο ζωής, σχολίασαν επιπρόσθετες παθογένειες του κοινωνικοπολιτικού συστήματος όπως η διαφθορά και η ατιμωρησία. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες φορές οι ξένοι δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν σε υπεραπλουστεύσεις υπερβολές, κακεντρεχή σχόλια και παραγωγή στερεοτύπων, αγγίζοντας συλλήβδην την ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως, – με ελάχιστες εξαιρέσεις – αγνόησαν επιτεύγματα όπως η πορεία της ελληνικής ναυτιλίας.
Μετά την υπογραφή του Μνημονίου το Μάιο του 2010 ο διεθνής Τύπος περιορίζει σταδιακά το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και η κάλυψη παρουσιάζει σε ορισμένες περιπτώσεις σημάδια βελτίωσης. Αν και αρχικά επιβραβεύονται εν μέρει οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής, το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2010 ασκείται ξανά κριτική λόγω των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Θέμα δημοσιογραφικής «κουλτούρας» η κάλυψη της κρίσης
Συνήθως, η κάλυψη ενός θέματος διεθνούς ειδησεογραφίας απασχολεί μόνον τους ξένους ανταποκριτές ή τους δημοσιογράφους που ασχολούνται με το εξωτερικό δελτίο. Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, όμως, ο κανόνας αυτός παύει να ισχύει καθώς πολλοί δημοσιογράφοι ή αρθρογράφοι επιχειρούν να σχολιάσουν την ελληνική πραγματικότητα, χωρίς να έχουν άμεση επαφή με αυτή. Στην έρευνα αναφέρεται ότι η ελληνική κρίση αποτέλεσε την προσωπική ευκαιρία για πολλούς δημοσιογράφους να αναδειχτούν, αφού το πρόβλημα τους εξασφάλιζε πιο ενεργό δημοσιογραφικό ρόλο, ενώ οι ανταποκριτές στην Ελλάδα πάσχιζαν να αποδείξουν πως είναι χρήσιμοι, εξασφαλίζοντας έτσι μια σίγουρη θέση εργασίας με την είσοδο τους στο μισθολογίου κάποιου διεθνούς φορέα ενημέρωσης.
Πάντως, παρατηρείται χάσμα ως προς τον τρόπο που η ελληνική πολιτική ελίτ αξιολογεί το έργο των ξένων δημοσιογράφων και τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι αυτοί αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου οικονομικών. «Η ελληνική επικοινωνιακή πολιτική», αναφέρεται στην έρευνα, «παρά τη μεγάλη προσπάθεια προβολής των θέσεων της χώρας στο εξωτερικό και την αναβάθμιση συγκεκριμένων ιστοσελίδων – στερείται όπως φαίνεται του απαραίτητου συντονισμού και οργάνωσης και βασίζεται σε μεμονωμένες προσπάθειες».
Σχολιάζοντας τα πορίσματα αυτά στη zougla.gr, ο Γιώργος Τζογόπουλος αναφέρει: «Η χώρα μας έδωσε δικαιώματα για αρνητική κριτική στο εξωτερικό, καθώς το αδιαμφισβητο οικονομικό της πρόβλημα έχει θέσει σε κίνδυνο της επιβιωση της ευρωζώνης. Η ελληνική κυβέρνηση καλείται να δώσει μεταξύ άλλων και επικοινωνιακή μάχη με δεδομένο πως ο οικονομικός πόλεμος βρίσκεται στην αρχή του. Κλειδί για τη βελτίωση της κάλυψης από τα ξένα μίντια έιναι η εφαρμογή του Μνημονίου και η υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων ώστε να μην υπάρχει μεγάλο περιθώριο αυστηρής κριτικής».