Δανειστές και SSM πιέζουν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε κατασχέσεις
Από τις αλλαγές που προωθεί το Υπουργείο Οικονομικών, στο νομοθετικό πλάισιο που διέπει τα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, κυρίως στο σκέλος του εξωδικαστικού συμβιβασμού και την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογιας, είναι πλέον οφθαλμοφανές πως η περίοδος «χάριτος» που μέχρι τώρα προστάτευε τους οφειλέτες -εταιρείες ή φυσικά πρόσωπα- οδεύει προς την λήξη της.
Υπό την πίεση των δανειστών και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού των ευρωπαϊκών τραπεζών (SSM), οι τράπεζες είναι πέον υποχρεωμένες να δείξουν το «σκληρό τους πρόσωπο», εγκαταλείποντας την ανεκτική στάση του παρελθόντος και προχωρώντας είτε σε σε βιώσιμες ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις (όπου και εάν αυτά είναι εφικτά) είτε σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.
Με άλλα λόγια, οι προωθούμενες αλλαγές στον νόμο Δένδια περί διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανοίγει τον δρόμο στις τράπεζες για πιο ευέλικτη (και εφαρμόσιμη) διαχειρισή τους, αντιμετωπίζοντας τον μεγαλύτερο όγκο των κόκκινων δανείων με ταχείες αναδιαρθρώσεις και ρυθμίσεις οφειλομένων -εφόσον βέβαια οι οφειλέτες είναι διατεθειμένοι να ανταποκριθούν.
Ουσιαστικά, με τις αλλαγές αυτές που έρχονται, λύνονται τα χέρια των τραπεζικών στελεχών να προχωρήσουν σε διαγραφές χρεών -κάτι που μέχρι πρότινος δεν τολμούσαν φοβούμενοι τι νομικές σε βάρος τους συνέπειες, κατηγορούμενοι για απιστία έναντι των μετόχων της τράπεζας είτε για διακριτική μεταχείριση από ανταγωνιστικές ή άλλες επιχειρήσεις. Με το νέο όμως καθεστώς, εφόσον απλοποιούνται οι πτωχευτκές διαδικασίες, οι τραπεζες θα έχουν πλήρη κάλυψη σε περίπτωση μετοχοποίησης δανείων ως συνέπεια διαδικασίας αναδιάρθρωσης.
Εξωδικαστικός συμβιβασμός
Η νομοθετική ρύθμιση για τις διαδικασίες του εξωδικαστικού συμβιβασμού αφορά κυρίως στα επιχειρηματικά δάνεια και στην ουσία ανοίγει τον δρόμο για μαζικές αναδιαρθρώσεις και μεταβίβαση των επιχειρήσεων σε ενδιαφερόμενους επενδυτές, hedge funds που εστιάζουν περισσότερο στο βραχυπρόθεσμο κέρδος ή σε private equity funds που ενδιαφέρονται για την εξαγορά επιχειρήσεων, την αναδιάρθρωσή τους και τη μεταβίβασή τους μετά από κάποια χρόνια.
Διαγραφή και μετοχοποίηση οφειλών
Ακόμη, οι τράπεζες θα μπορούν να διαγράφουν οφειλές υπό προϋποθέσεις, χωρίς τα στελέχη που υπογράφουν τις σχετικές αποφάσεις να αντιμετωπίζουν ποινικές ή αστικές ευθύνες. Προς το παρόν, πάντως, οι τράπεζες διστάζουν να πουλήσουν δάνεια, καθώς τα funds προσφέρουν πολύ χαμηλές τιμές και προσανατολίζονται στην παραχώρηση μόνο της εξυπηρέτησης των δανείων (servicing) ή της δημιουργίας κοινής εταιρείας (SVP) για τον σκοπό αυτό, σε συνεργασία με ξένες ειδικευμένες εταιρείες, έτσι ώστε η υπεραξία από την εξυγίανση της εταιρείας να μένει στην τράπεζα.
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες απέφευγαν να μετοχοποιήσουν τις οφειλές υπερχρεωμένων εταιρειών, διότι εφόσον αποκτούσαν πάνω από το 20% των μετοχών μιας υπερχρεωμένης εταιρείας υποχρεούνταν βάσει του νόμου να περιλάβουν τα -κατά κανόνα αρνητικά- οικονομικά αποτελέσματα της τελευταίας στον ενοποιημένο ισολογισμό τους και έτσι να παρουσιάσουν ζημίες.
Τέτοια ζητήματα θα αντιμετωπίζονται πλέον με βάση τις νέες ρυθμίσεις, όπως και οι περιπτώσεις εταιρικών δανείων που ανήκουν σε περισσότερες από μία τράπεζες, για τα οποία μέχρι σήμερα υπήρχε δυστοκία στην προώθηση της αναδιάρθρωσης, ενώ θα διευκολύνεται και η διαχείριση μεγάλων επιχειρηματικών δανείων με τη θέσπιση νέων διαδικασιών, καθώς και με τον προσδιορισμό κλάδων ειδικού ενδιαφέροντος.
Με τις αλλαγές θα θεσπίζονται διαδικασίες για τη μετοχοποίηση των εταιρικών δανείων και θα ενθαρρύνονται ακόμα και μεγάλες διαγραφές οφειλών (κούρεμα), έτσι ώστε οι τράπεζες να αναλαμβάνουν τον έλεγχο των εν λόγω επιχειρήσεων και να προχωρούν στην εξυγίανσή τους εφόσον υπάρχουν ενδιαφερόμενοι στρατηγικοί επενδυτές οι οποίοι παρουσιάζουν βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης και είναι διατεθειμένοι να εισφέρουν φρέσκα κεφάλαια.
Στόχος των αλλαγών αυτών, για τις οποίες πιέζουν οι δανειστές αλλά και ο Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), είναι να ξεκαθαρίσει το σκηνικό με τα επιχειρηματικά δάνεια, έτσι ώστε όσες υπερδανεισμένες εταιρείες είναι βιώσιμες και έχουν προοπτικές να εξυγιανθούν αλλάζοντας χέρια, δεδομένου ότι οι παλαιοί μέτοχοι δεν βάζουν χρήματα, αλλά όσες αντιθέτως θεωρούνται «χαμένες περιπτώσεις» να οδηγούνται σε εκκαθάριση, προκειμένου οι τράπεζες να ανακτήσουν μέσα από τους πλειστηριασμούς ή την πώληση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων μέρος των δανείων.
Όσον αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι αλλαγές στη νομοθεσία θα διευκολύνουν τη συνολική ρύθμιση των οφειλών τους προς τις τράπεζες και το Δημόσιο, έτσι ώστε να προκύπτει ένα βιώσιμο σχήμα αποπληρωμής τους.
Γι τις μικρές επιχειρήσεις (με τζίρο κάτω από 1 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο την τελευταία τριετία), αλλά και για τους ιδιώτες με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα, θα εφαρμόζεται ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος αφοράστις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, έτσι ώστε να επιχειρείται βιώσιμη ρύθμιση των οφειλών.
Βιώσιμη ρύθμιση ή πλειστηριασμός
Η λέξη-κλειδί για όλα τα δάνεια πλέον είναι ο όρος «βιώσιμο», που σημαίνει ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή ρύθμιση θα πρέπει να καταλήγει σε διευθέτηση την οποία αφενός ο δανειολήπτης (επιχείρηση ή ιδιώτης) θα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει, ενώ και η τράπεζα δεν θα οδηγείται σε περαιτέρω ζημίες.
Στόχος είναι να μη συνεχιστεί η πρακτική που εφαρμοζόταν σε πολλές περιπτώσεις μέχρι σήμερα, όπου οι τράπεζες κρατούσαν «ζωντανά», πολλές φορές εικονικά, προβληματικά δάνεια είτε με επαναχρηματοδοτήσεις, είτε με ανανέωση προβληματικών ρυθμίσεων, διότι με τον τρόπο αυτό ο αριθμός των κόκκινων δανείων αυξανόταν διαρκώς επιβαρύνοντας τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Με λίγα λόγια, εάν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει μια ρύθμιση που θα καταλήγει σε βιώσιμη αποπληρωμή του δανείου, είτε επειδή τα εισοδήματά του δεν επαρκούν είτε επειδή το επιχειρηματικό σχέδιο της επιχείρησης δεν βγαίνει, η τράπεζα θα οδηγείται σε δικαστική είσπραξη των οφειλών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα έχουν συγκεκριμένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων, τους οποίους θα παρακολουθεί ανά τρίμηνο η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδοντας κατευθυντήριες γραμμές και αναπροσαρμόζοντας τους στόχους. Στον πυρήνα των αλλαγών βρίσκεται η αντίληψη ότι την ευθύνη για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας και τις αποφάσεις σχετικά με τα κόκκινα δάνεια την έχουν οι τράπεζες, καθώς αυτές φέρουν και το βάρος υλοποίησης των επιχειρηματικών σχεδίων τα οποία έχουν υποβάλει στον SSM.
Τα στοιχεία
Με τα δεδομένα που επικρατούν σήμερα στην Αγορά, είναι φανερό ότι μεγάλος αριθμός εταιρειών θα αλλάξει χέρια και αρκετές θα οδηγηθούν σε εκκαθάριση, ενώ το ίδιο θα συμβεί και με τα ακίνητα όσων έχουν στεγαστικά δάνεια για τα οποία δεν θα καταφέρουν να καταλήξουν σε βιώσιμη ρύθμιση.
Με βάση στοιχεία του τέλους του 2015, υπήρχαν 16.743 δάνεια μεγάλων εταιρειών, που υπολογίζεται ότι αφορούν γύρω στις 9.000 επιχειρήσεις (πολλές έχουν περισσότερα από ένα δάνειο), 71.000 δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων (51.000 επιχειρήσεις) και 239.500 δάνεια μικρών και ατομικών επιχειρήσεων (περίπου 198.000 αυτοαπασχολούμενοι), με συνολικές «κόκκινες» οφειλές γύρω στα 60 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, περί τα 413.000 κόκκινα στεγαστικά δάνεια ανήκουν σε περίπου 272.000 δανειολήπτες (πολλοί έχουν περισσότερα του ενός δάνεια), αξίας γύρω στα 30 δισ. ευρώ, ενώ περί το 1,9 εκατομμύρια καταναλωτικά βαρύνουν 1,3 εκατομμύρια δανειολήπτες.
Από μελέτη της PricewaterhouseCoopers που έγινε σε δείγμα 2.824 μεγάλων εταιρειών -με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ- την περίοδο 2008-2013, προέκυψε ότι οι 464 από αυτές δεν έχουν περιθώρια ανάκαμψης (μάλιστα χαρακτηρίστηκαν «ζόμπι») και θα πρέπει να οδηγηθούν σε εκκαθάριση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κλείσουν και να εκποιηθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία με τη διαδικασία του πλειστηριασμού. Στις εταιρείες αυτές εργάζονται περίπου 70.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC.
Η μελέτη κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι στο δείγμα υπάρχουν και άλλες 1.133 εταιρείες με κακή χρηματοοικονομική εικόνα και μεγάλες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων τους, αλλά οι περισσότερες από αυτές μπορούν να εξυγιανθούν εάν γίνει αναδιάρθρωση των δανείων τους (ενδεχομένως και κούρεμα) και της λειτουργίας τους με την είσοδο νέων κεφαλαίων και νέων μετόχων. Στις εταιρείες αυτές εργάζονται 224.000 άνθρωποι. Τα στοιχεία προέρχονται από την έρευνα με τίτλο «Αστέρια και Ζόμπι – Οι ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις βγαίνουν από την κρίση» που έγινε το 2015 από την PwC. Συνολικά, δηλαδή, στις εταιρείες που θα «ματώσουν» από την αναδιάρθρωση των δανείων απασχολούνται περίπου 300.000 εργαζόμενοι.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας
Ο αναθεωρημένος Κώδικας Δεοντολογίας για τις διαδικασίες διευθέτησης δανείων που αφορούν φυσικά πρόσωπα ή μικρές επιχειρήσεις απευθύνεται αποκλειστικά στις τράπεζες και έχει σκοπό να θεσπίσει διαδικασίες χειρισμού δανειοληπτών έτσι ώστε τα δάνειά τους να εμφανίζονται «υπό έλεγχο», με αποτέλεσμα να μην επισύρουν μεγαλύτερες ζημίες για τις τράπεζες.
Ο κώδικας προβλέπει διάφορα εργαλεία ρύθμισης των δανείων, τα οποία ξεκινούν από την προσωρινή ρύθμιση με χαμηλή δόση και μια περίοδο χάριτος και φτάνουν μέχρι το κούρεμα ή την παραχώρηση του ακινήτου στην τράπεζα για να μη διεκδικήσει αυτή τις απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αξία του σπιτιού.
Οι κατάλληλες λύσεις διακρίνονται σε:
1) Ήπιες ή απλώς ρυθμιστικές. Πρόκειται για βραχυπρόθεσμες – μακροπρόθεσμες προτάσεις ρύθμισης όπως: παράταση διάρκειας πάνω από δύο χρόνια, περίοδος χάριτος, μερική διαγραφή οφειλής, αποπληρωμή μόνο των τόκων.
2) Ραγδαίες ή οριστικές, που ενδεχομένως να μεταβάλουν την περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη. Ο λόγος για προτάσεις οριστικής διευθέτησης, όπως η εθελοντική μεταβίβαση ενυπόθηκου ακινήτου, εθελοντική εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου κ.ο.κ. Οι λύσεις ρύθμισης είναι σαφώς ευνοϊκότερες για τον δανειολήπτη από τις λύσεις οριστικής διευθέτησης.
Ο νέος κώδικας έχει ορισμένες βελτιώσεις, αλλά δεν πέρασαν τελικά δεσμευτικές διαδικασίες για το πότε και με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα πρέπει να γίνεται η κάθε ρύθμιση, με αποτέλεσμα η τελική ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης ρύθμισης να ανήκει στην τράπεζα. Προβλέπονται μεν ορισμένες δεσμεύσεις, όπως το να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και οι λεγόμενες «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», αλλά δεν ορίζονται συγκεκριμένα όρια και περιπτώσεις.
Θεσπίστηκε πάντως η δυνατότητα του δανειολήπτη να υποβάλει αντιπρόταση ρύθμισης εάν εκείνη της τράπεζας δεν είναι ικανοποιητική, ενώ μπορεί να υποβάλει και ένσταση, η οποία πάντως εξετάζεται από επιτροπή της τράπεζας.
Το πρόβλημα που επισημαίνουν εκπρόσωποι καταναλωτικών οργανώσεων είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι δανειολήπτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόταση ρύθμισης που κάνουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να μην επιλύεται το πρόβλημα, ενώ δεν υπάρχει και ανεξάρτητη αρχή η οποία να ελέγχει τις ενστάσεις και την εφαρμογή του κώδικα. Από το οικονομικό επιτελείο, πάντως, ελπίζουν ότι την κατάσταση θα βελτιώσουν τα 30 συμβουλευτικά γραφεία τα οποία θα δημιουργήσει το νεοσυσταθέν Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Οπως λένε στελέχη του οικονομικού επιτελείου, αρχικά υπήρξαν σκέψεις να τεθούν συγκεκριμένα όρια για τις τράπεζες, αλλά τα σχέδια αυτά δεν προχώρησαν καθώς δεν τα δέχονται οι δανειστές και ο SSM, οι οποίοι επιμένουν να μην υπάρχει ανάμειξη του Δημοσίου στη διαδικασία και τα ζητήματα να επιλύονται με όρους αγοράς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπήρξαν βελτιώσεις στον κώδικα, όπως η απλοποίηση της τυποποιημένης οικονομικής κατάστασης που πρέπει να υποβάλουν οι δανειολήπτες, η επέκταση δικαιώματος υποβολής ενστάσεων σε όλα τα φυσικά πρόσωπα και όχι μόνο σε αυτά των οποίων διακυβεύεται η κατοικία, η εισαγωγή των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» ως βάση για την έναρξη της διαπραγμάτευσης με τον οφειλέτη, αλλά και η εισαγωγή ειδικού κεφαλαίου για δανειολήπτες που ανήκουν σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, υποχρεώνοντας τις τράπεζες να θεσπίζουν ειδική πολιτική επικοινωνίας για οικονομικά αδύναμους (απουσία λοιπής ακίνητης περιουσίας πλην της κατοικίας, χαμηλό οικογενειακό διαθέσιμο εισόδημα και αντικειμενική αξία κατοικίας <140.000 ευρώ).
Επίσης, η διαδικασία της υποβολής προτάσεων από την τράπεζα κατ’ ουσία διπλασιάζεται υπέρ του δανειολήπτη, καθώς υποβάλλονται δύο προτάσεις, η πρώτη ηπιότερη από τη δεύτερη, και η απάντηση του δανειολήπτη αποκτά βαρύτητα αφού η τράπεζα καλείται να τη συμπεριλάβει και να την προσαρμόσει στην τελική πρόταση.