Ενόψει ενός θερμού φθινοπώρου ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται επειγόντως επιτυχίες για να κερδίσει και πάλι την εύνοια των ψηφοφόρων, εκτιμά σήμερα ο γερμανικός τύπος.
«Η Ελλάδα ενώπιον νέων προκλήσεων – ο Τσίπρας ελπίζει σε ελάφρυνση του χρέους», είναι ο τίτλος εκτενούς άρθρου στην Stuttgarter Nachrichten που αναφέρεται στην πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, «ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται γρήγορες επιτυχίες για να κερδίσει και πάλι την εύνοια των ψηφοφόρων. Ωστόσο η Γερμανία αντιστέκεται».
Όπως γράφει η Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Αλ. Τσίπρας «βρίσκεται ενώπιον ενός θερμού φθινοπώρου. Η κάθε τόσο εξαγγελθείσα οικονομική ανάκαμψη δεν έχει έρθει ακόμη. Οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με νέα αύξηση της φορολογίας και μείωση των συντάξεων. Το Σεπτέμβριο ξεκινούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για την εκταμίευση νέων δόσεων. Στο πλαίσιο αυτό η Αθήνα πρέπει να εφαρμόσει πολυάριθμα προαπαιτούμενα, κυρίως την αντιδημοφιλή μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας η οποία συναντά σθεναρές αντιστάσεις εντός του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας χρειάζεται επειγόντως μια επιτυχία για να χρυσώσει το χάπι. Το καλύτερο θα ήταν η χαλάρωση του προγράμματος περικοπών και μια ελάφρυνση του χρέους, όπως το ζητά άλλωστε από την ημέρα που ανέλαβε στις αρχές του 2015. Τα ενδεχόμενα που συζητούνται είναι η παράταση της ωρίμανσης των δανείων, χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτεροι περίοδοι χάριτος. Κυρίως η Γερμανία όμως αντιστέκεται μέχρι στιγμής. Το θέμα δεν είναι δημοφιλές στις τάξεις των κομμάτων της Χριστιανικής Ένωσης».
Όπως εκτιμά ο αρθρογράφος της Stuttgarter Nachrichten, για ενδεχόμενη «ελάφρυνση του χρέους και χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων για την Ελλάδα, η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δεν προτίθεται να συζητήσει πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017. Για τον Τσίπρα όμως αυτό ενδεχομένως να ήταν αργά. Στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ήδη 8-10 μονάδες πίσω από την συντηρητική αντιπολίτευση. Γι΄ αυτό ο Τσίπρας πιέζει το Βερολίνο. Την περασμένη εβδομάδα επανέφερε από το Κομμένο (…) την απαίτηση για επανορθώσεις», τις οποίες η εφημερίδα εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πιέσεων που φέρεται να προσπαθεί να ασκήσει ο Αλ. Τσίπρας στη Γερμανία.
Στα συμφραζόμενα αυτά η εφημερίδα αναφέρεται και στην σύνοδο των μεσογειακών χωρών που έχει συγκαλέσει ο Αλέξης Τσίπρας για τις 9 Σεπτεμβρίου, σχολιάζοντας ότι «(…) και διπλωματικά ο Τσίπρας ασκεί πιέσεις (…)» και πως η πρωτοβουλία αυτή θυμίζει την προσπάθεια του Τσίπρα την άνοιξη του 2015 να συγκροτήσει μια συμμαχία των νότων χωρών κατά του ευρωπαϊκού Βορρά. «Το σχέδιο απέτυχε όμως τότε, διότι οι πρωθυπουργοί των υπολοίπων μεσογειακών χωρών δεν ήθελαν να τους εκμεταλλευτεί ο Τσίπρας για να πετύχει τους στόχους του. Και ο Φρανσουά Ολάντ τήρησε αποστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις γερμανογαλλικές σχέσεις. Ο Τσίπρας αντελήφθη ότι η πορεία σύγκρουσης με τη Γερμανία είχε απλώς ως αποτέλεσμα να σκληραίνουν ακόμη περισσότερα τα μέτωπα και τελικώς εγκατέλειψε τα σχέδιά του και παραδόθηκε έναντι των δανειστών. Το ότι επαναφέρει τώρα την αποτυχημένη εκείνη στρατηγική οφείλεται πρωτίστως σε εσωπολιτικούς λόγους: με την εκστρατεία για την καταβολή των επανορθώσεων ο Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια της αντιγερμανικής πτέρυγας του κόμματός του που έχει μεγάλη επιρροή αλλά και το αριστερό φάσμα των ελλήνων ψηφοφόρων. Και αυτό παρότι γνωρίζει ότι το Βερολίνο δεν συζητά καν το θέμα».
Και η εφημερίδα καταλήγει: «Ως οικοδεσπότης της συνόδου των χωρών της νότιας Ευρώπη ο Τσίπρας ελπίζει να ενισχύσει στην ελληνική κοινή γνώμη το προφίλ του ηγέτη και να βελτιώσει τα ποσοστά της δημοτικότητάς του, παρότι η συνάντηση θα αποφέρει πιθανότατα ελάχιστα. Διότι οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Και δη σπανίως κατά της Μέρκελ, αλλά αντιθέτως τις περισσότερες φορές σε συμφωνία μαζί της».
Στην ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική συγκυρία στην Ιταλία αναφέρεται σήμερα η αυστριακή Die Presse, σχολιάζοντας ότι η Ρώμη «θα καταφέρει να αποτρέψει μια νέα, αυτή τη φορά πραγματικά βαριά ευρωκρίση, μόνον εάν -με τη σιωπηρή ανοχή Γερμανίας και Γαλλίας- παραβιάσει μια σειρά ευρωπαϊκών κανόνων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης οδηγίας για τις τράπεζες. Το πλαίσιο είναι γνωστό: μια άλυτη τραπεζική κρίση, οικονομική στασιμότητα, αυξανόμενη ανεργία και ένα χρέος που με 135% είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μετά της Ελλάδας. Η λύση που προκρίνουν οι Ιταλοί: περισσότερα χρέη, διάσωση τραπεζών με κρατική παρέμβαση, εν ολίγοις μια ‘ρετρό πολιτική διαχείριση κρίσεων’. Θυμίζει το μοντέλο Ελλάδα. Μόνον που εν προκειμένω δεν πρόκειται για μια σχετικά μικρή χώρα, αλλά για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, δηλαδή ένα τεράστιο πρόβλημα».
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «γνωρίζουμε ότι η λύση είναι δύσκολη. Το μέγα λάθος συντελέστηκε ήδη πριν από πολλά χρόνια, όταν η ευρωζώνη συγκροτήθηκε ως πολιτικό και όχι ως οικονομικό εγχείρημα. Γι΄ αυτό και εντάχθηκαν στην ακατάλληλη για τις ίδιες ευρωζώνη, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, οι οποίες χρειάστηκε να επιστρατεύσουν -εν γνώσει των υπολοίπων Ευρωπαίων- λογιστικά τεχνάσματα για να εκπληρώσουν τα κριτήρια. Τώρα όμως είναι εντός, έχοντας απωλέσει την ευχέρεια κινήσεων που παρέχει το κλασσικό εργαλείο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας: η υποτίμηση του νομίσματος. Ολάντ και Μέρκελ δεν έχουν την ευχέρεια να ζητήσουν από την Ιταλία πειθαρχία. Αμφότεροι βρίσκονται ενώπιον σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων και δεν χρειάζονται μέχρι τότε μια νέα ευρωκρίση. Εντούτοις, μια νομισματική ένωση που σε κάθε ευκαιρία παραβιάζει τους κανόνες της, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Εάν δεν το αντιληφθούν αυτό σύντομα και οι πολιτικοί, τότε θα αποτύχει όντως».