«Η διαδρομή του χρήματος οδηγεί στην επιβεβλημένη έξωθεν συνταγή των νεοφιλελεύθερων “μεταρρυθμίσεων”, με κορυφαία ασφαλώς αυτή των ιδιωτικοποιήσεων, ως μοναδική, δήθεν, πηγή ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Έτσι όμως, η Ελλάδα ξεπουλώντας κατ’ εντολή των δανειστών της δημόσια αγαθά και οργανισμούς και εκχωρώντας το εθνικό της χρυσωρυχείο στα χέρια εκείνων που της επιβάλλουν αυτές τις “μεταρρυθμίσεις”, χάνει και τις τελευταίες δυνατότητες αυτοδύναμης ανάπτυξης που της έχουν απομείνει».
Αυτά τονίζει, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής και πρόεδρος της «Αττικό Μετρό ΑΕ» Γιάννης Α. Μυλόπουλος, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», υπό τον τίτλο «Αττικό Μετρό ΑΕ: Όταν η Ανάπτυξη έρχεται από τον δημόσιο τομέα»
Ο κ. Μυλόπουλος κάνει στη συνέχεια λόγο για «δημιουργική συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που και οι ίδιοι οι δανειστές μας εφαρμόζουν στις χώρες τους».
«Τυπικό παράδειγμα μεγάλης δημόσιας εταιρείας με σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες είναι η Αττικό Μετρό ΑΕ», λέει ο κ. Μυλόπουλος και συνεχίζει: «Μια εταιρεία με τεράστια τεχνογνωσία στον σχεδιασμό, τη μελέτη και την κατασκευή αστικών συγκοινωνιακών έργων σταθερής τροχιάς, τα οποία, ως γνωστόν, είναι συνδεδεμένα με την ανάπτυξη της οικονομίας, με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και με την αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Το παράδειγμα της αλλαγής της Αθήνας, με το 1 εκατομμύριο περίπου των επιβατών να διακινούνται καθημερινά με το Μετρό, με τις αγορές στις περιοχές των σταθμών να αποκτούν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και με τους σχεδόν 1.000 τόνους λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα να εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα καθημερινά είναι εύγλωττο αν και όχι το μοναδικό διεθνώς».
Ο κ. Μυλόπουλος διαπιστώνει επομένως, σύμφωνα με το ΑΠΕ, πως πρώτη προτεραιότητα «μιας κυβέρνησης που επιδιώκει την έξοδο από την ύφεση, είναι η επένδυση στην παραγωγή μεγάλων αναπτυξιακών έργων. Σε αυτό το πνεύμα, επανεκκίνησε προ εξαμήνου η κατασκευή του Μετρό της Θεσσαλονίκης, η οποία είχε σταματήσει επί των ημερών των κυβερνήσεων εκείνων που ισχυρίζονταν ότι οι νεοφιλελεύθερες “μεταρρυθμίσεις”, ακόμη κι αν δεν μας είχαν επιβληθεί, θα έπρεπε να είχαν εφευρεθεί από εμάς τους ίδιους. Έτσι, το έργο της Θεσσαλονίκης επανεκκίνησε και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη σε όλα τα μέτωπα, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά τις μοναδικές ικανότητες του δημόσιου τομέα να κινεί τη μηχανή της ανάπτυξης.
Δίνεται με τον τρόπο αυτόν μια σημαντική ώθηση στην εθνική οικονομία σε εποχή μεγάλης ύφεσης και ανεργίας, τόσο μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στα εργοτάξια, όσο όμως και μέσω της ενίσχυσης της οικονομίας με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τα οποία μέχρι πρότινος έμεναν αναξιοποίητα. Ταυτόχρονα, στην προοπτική της λειτουργίας του έργου το 2020, δίνεται μια σημαντική αναπτυξιακή διέξοδος στη χειμαζόμενη οικονομία της περιοχής, καθώς τουρισμός, εμπόριο, αγορά και επιχειρήσεις αναμένεται να τεθούν σε νέα τροχιά ανάπτυξης με την ένταξη του έργου στην καθημερινή ζωή της πόλης».
Ο καθηγητής υποστηρίζει πως μια από τις αιτίες για το σταμάτημα του έργου στη Θεσσαλονίκη, ήταν το τεχνητό, όπως λέει, δίλημμα «ή αρχαία ή μετρό», με αφορμή τη σημαντική ανασκαφική αποκάλυψη τμήματος του ρωμαϊκού και μετέπειτα βυζαντινού δρόμου, του Decumanus Maximous, στον Σταθμό της Βενιζέλου. «Αποτέλεσμα αυτού του ψευδούς διλήμματος», λέει ο κ. Μυλόπουλος, «ήταν η επιλογή της τότε διοίκησης της εταιρείας να μεταφερθεί αλλού το σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα, προκειμένου να συνεχίσουν… απρόσκοπτα οι εργασίες κατασκευής του σταθμού. Η επιλογή αυτή προσέκρουσε, ευτυχώς, σε μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και έτσι ξεκίνησε μια μακρά διαμάχη, η οποία οδήγησε στην παύση των εργασιών στον κεντρικότερο σταθμό του έργου.
Σήμερα, με την υπογραφή Συμφωνητικού Συναντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ της “Αττικό Μετρό ΑΕ”, του ΥΠΟΜΕΔΙ, του Δήμου της Θεσσαλονίκης και του Υπουργείου Πολιτισμού, υιοθετείται μια νέα αντίληψη που θέλει “και αρχαία και μετρό” στη Θεσσαλονίκη. Στον συγκεκριμένο σταθμό θα συνυπάρχουν αρμονικά η τεχνολογία με τον πολιτισμό, προσφέροντας στην πόλη, συγχρόνως με το Μετρό και ένα μοναδικό ζωντανό μουσείο “μιας πόλης κάτω από την πόλη”. Το νέο αυτό σημαντικό τοπόσημο θα συμβάλει στην ανάδειξη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και θα έχει σημαντικές αναπτυξιακές επιπτώσεις, καθώς θα αποτελέσει πόλο έλξης για την τουριστική και μέσω αυτής και για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην περιοχή».
Τέλος, ο κ. Μυλόπουλος εκτιμά πως η συμβολή στην ανάπτυξη, όμως, και μάλιστα σε εποχή παρατεταμένης ύφεσης, μιας εταιρείας σαν την «Αττικό Μετρό» μπορεί να επεκταθεί και πέραν των συνόρων της χώρας. «Η υψηλή τεχνογνωσία και η μεγάλη εξειδίκευσή της, μπορεί να γίνουν όχημα για νέες αναπτυξιακές δραστηριότητες στο εξωτερικό, που θα ενισχύσουν τον συρρικνωμένο, λόγω λιτότητας, κρατικό προϋπολογισμό, ανοίγοντας ταυτόχρονα και νέες θέσεις εργασίας», λέει χαρακτηριστικά και καταλήγει τονίζοντας πως «το παράδειγμα της “Αττικό Μετρό ΑΕ” δεν είναι παρά μόνον η αρχή…».