Υπέρ της εφαρμογής ηλεκτρονικών συναλλαγών τοποθετήθηκε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή, Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο οποίος χαρακτήρισε την λύση αυτή ως την μοναδική που θα οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων και στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Αναφερόμενος στο σχετικό νομοσχέδιο, εξέφρασε την ελπίδα ότι θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή. «Θα δούμε θεαματικά αποτελέσματα», είπε και σημείωσε πως ενώ το νομοσχέδιο είναι έτοιμο, έχει καθυστερήσει. Ωστόσο, εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα πάρει το δρόμο του δεδομένου ότι και ο κ. Χουλιαράκης και ο κ. Αλεξιάδης συμφωνούν ότι είναι το μόνο μέτρο για την άντληση εσόδων.
Όπως ανέφερε στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή, ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού, εφόσον επιτευχθεί η δημοσιονομική ισορροπία και πάντως όχι πριν το 2018, θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την μείωση των φόρων, καθώς – εκτίμησε – πως η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων εξαντλήθηκε. «Εκείνοι που θέλουν να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους, πληρώνουν από τις αποταμιεύσεις τους με αποτέλεσμα να μειώνονται οι καταθέσεις», είπε. Όπως υπογράμμισε, για να καταδείξει την μη αποδοτικότητα του μέτρου αύξησης του ΦΠΑ, τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2014 τα έσοδα βαίνουν διαρκώς μειούμενα. «Αυξάνει ο ΦΠΑ και μειώνονται τα έσοδα» τόνισε. «Υπάρχουν δυνατότητες για μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αποτελούν τη μοναδική λύση. Όλοι συμφωνούν ότι αυτό είναι το βασικότερο μέσο για την άντληση εσόδων στη χώρα γιατί αλλιώς το βάρος πέφτει στους συνεπείς φορολογούμενους, που όμως έχει κάποια όρια που έχουμε εξαντλήσει» είπε ο κ. Λιαργκόβας. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το ποσοστό φοροδιαφυγής στην Ελλάδα αγγίζει το 30% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 15%, ενώ υπάρχουν και χώρες, όπως η Σουηδία, που είναι μόλις 5%. Αυτό, σε συνδυασμό με την μείωση του ΑΕΠ εξηγούν τα μειωμένα φορολογικά έσοδα σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές παρά την αύξηση του ΦΠΑ, υπογράμμισε.
Παρουσιάζοντας την Έκθεση εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Κράτους, για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2016 – Ιουνίου 2016, ο κ. Λιαργκόβας επισήμανε ότι «οι ασαφείς κόκκινες γραμμές μπορεί να επιβραδύνουν την προσπάθεια ανάπτυξης» και ζήτησε να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις λέγοντας χαρακτηριστικά: ««Πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και να ληφθούν νέα αναπτυξιακά μέτρα. Δεν γίνεται να είσαι ολίγον έγκυος με το θέμα των μεταρρυθμίσεων. Ή τις εφαρμόζεις ή όχι». «Αλλιώς, ο κίνδυνος δυνητικής στασιμότητας είναι υπαρκτός», τόνισε.
«Η πραγματική οικονομία δεν αντέχει άλλη αβεβαιότητα», πρόσθεσε ο κ. Λιαργκόβας κι εκτίμησε ως υπονομευτικές του κλίματος αισιοδοξίας που δημιούργησε η πρώτη αξιολόγηση τις «διαφοροποιήσεις υπουργών», όπως είπε.
Να εφαρμόσουμε τις δεσμεύσεις
«Αν πούμε όχι στην πώληση του 17% της ΔΕΗ θα υπάρξει πρόβλημα στην υλοποίηση των στόχων;», ρωτήθηκε ο κ. Λιαργκόβας. «Είναι θέμα μηνύματος, αν εφαρμόζουμε ή όχι τις δεσμεύσεις», απάντησε. «Καλό θα είναι να αποφευχθεί», πρόσθεσε.
Αναφορικά με την φημολογία για μείωση του κατώτατου μισθού, ο κ. Λιαργκόβας σχολίασε πως δεν υπάρχει τέτοια πρόταση από τους δανειστές. «Δεν είναι κάτι που ζητούν οι θεσμοί από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό που συζητείται είναι ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις μαζικές απολύσεις, τον συνδικαλιστικό νόμο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις», διαβεβαίωσε. Ακόμα, σχολιάζοντας την αδυναμία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων τους τελευταίους δύο μήνες, ο κ. Λιαργκόβας εκτίμησε πως είναι ακόμα πολύ νωρίς για να πει κανείς με βεβαιότητα αν η αδυναμία αυτή είναι συγκυριακή ή συστηματική. Υποστήριξε επιπλέον πως η οικονομία της χώρας δεν είναι ακόμα έτοιμη για έξοδο στις διεθνείς αγορές και πως για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζονται κεφάλαια από το εξωτερικό αλλά και μια ρύθμιση του χρέους, κάτι που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ελληνική πλευρά. Τέλος, ο κ. Λιαργκόβας επισήμανε την προσοχή ώστε να μην τίθενται υπερβολικά υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι, αφού το ζητούμενο στην ελληνική περίπτωση είναι η «διατηρησιμότητα μιας φορολογικής πειθαρχίας, ιδίως για μια χώρα που δεν έχει μια ιστορία δημοσιονομικής πειθαρχίας αφού συνεχώς ζούσαμε με ελλείμματα τα τελευταία 30 χρόνια», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.