Στις 52 μονάδες υποχώρησε, στο β’ τρίμηνο του 2016, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Nielsen για την Ελλάδα, έναντι 53 μονάδων στο α’ τρίμηνο του ίδιου έτους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 82% των καταναλωτών εκτιμά ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι μειωμένο κατά 2% έναντι του α’ τριμήνου του 2016 και αυξημένο κατά 18% έναντι του β’ τριμήνου του 2015.
Το 76% παράλληλα, ανησυχεί για την προσωπική του οικονομική κατάσταση, ενώ το 33% δηλώνει ότι δεν του περισσεύουν καθόλου χρήματα, στο τέλος του μήνα.
Ο παγκόσμιος δείκτης αισιοδοξίας των καταναλωτών, κατά το ίδιο διάστημα, ανήλθε στις 98 μονάδες, καθώς κατέγραψε άνοδο στις 111 μονάδες στη βόρεια Αμερική, ενώ παρέμεινε σχετικά σταθερός στις ασιατικές χώρες του Ειρηνικού και την Ωκεανία (107), στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή (89) και στη Λατινική Αμερική (78).
Στην Ευρώπη, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 1 μονάδα, στις 79 μονάδες, καθώς άνοδος παρατηρήθηκε σε 22 από τις 34 ευρωπαϊκές χώρες. Η μεγαλύτερη αύξηση κατεγράφη στη Δανία (112 έναντι 105), την Ολλανδία (91 έναντι 85), τη Λευκορωσία (55 έναντι 50) και την Ουκρανία (52 έναντι 46), ενώ η υψηλότερη πτώση στην Πορτογαλία (66 έναντι 72), την Λιθουανία (73 έναντι 79) και το Βέλγιο (76 έναντι 82).
Μεταξύ των ανησυχιών που διέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες, ο φόβος για τρομοκρατικές επιθέσεις (24%) εξακολουθεί να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ενώ ακολουθούν οι ανησυχίες για την οικονομία και την εργασιακή ανασφάλεια, με αναφορές στο 20% για το κάθε ένα.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση αναφορικά με την εργασιακή ανασφάλεια, καθώς τέσσερις στους 10 Έλληνες ανησυχούν για την εργασία τους.
Σημαντική αύξηση σημειώθηκε και στην ανησυχία για τις αυξήσεις στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας (13% έναντι 5%), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως το ποσοστό ανησυχιών για τη μετανάστευση και τον πόλεμο επέστρεψαν στα περσινά επίπεδα.
Τέλος, οκτώ στους 10 Έλληνες προσπαθούν σε σταθερή βάση, να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους, με τις κύριες ενέργειες περικοπής να εντοπίζονται στη διασκέδαση εκτός σπιτιού (72%), στην αγορά φθηνότερων τροφίμων (67%) και στα έξοδα για ρουχισμό (62%).