Με τον, για μία ακόμη φορά, ευφάνταστο τίτλο «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε, γέλασε», ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, καταγράφει τόσο τις δυσκολίες που υπάρχουν στην αγορά εργασίας όσο και το τι περιμένει τους Έλληνες πολίτες (επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς και συνταξιούχους) εάν εφαρμοστούν τα μέτρα τα οποία προτείνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2017.
Στο προοίμιο της έκθεσης του Συνδέσμου, αναφέρονται, τα ακόλουθα: «Δοθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που συστάθηκε κατ’ επιταγήν του Μνημονίου, με σκοπό τη διαμόρφωση προτάσεων για την εφαρμογή στην Ελλάδα βέλτιστων διεθνώς πρακτικών στους τομείς των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με στόχο την προώθηση της διατηρήσιμης ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς για όλους.
Μεταξύ άλλων, προτείνεται η επεκτασιμότητα κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας να είναι δυνατή μόνον εφόσον η ΣΣΕ καλύπτει το 50% των εργαζομένων, με το κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας να πιστοποιείται από αδιάβλητο μηχανισμό.
Αναγνωρίζεται, επίσης, η ανάγκη, οι επιχειρησιακές να υπερισχύουν των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, είτε καθολικώς (άποψη μειοψηφίας), είτε κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση δυσχερειών και εφόσον έχει συμφωνηθεί ρήτρα προσωρινής απόκλισης (άποψη πλειοψηφίας).
Σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζεται ότι οι δύο πλευρές που συνομιλούν στο επίπεδο της επιχείρησης κατανοούν τα ειδικότερα προβλήματα του χώρου τους και πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τα επιλύουν. Παραφωνία ακατανόητη, όμως, αποτελεί το γεγονός ότι η Επιτροπή παραγνώρισε τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στο σύστημά μας μία θεμελιώδης στρέβλωση, η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία που ακυρώνει στην πράξη αυτήν την ίδια την ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελώντας διεθνή πρωτοτυπία για ανεπτυγμένη οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, σε μία παγκόσμια οικονομία όπου η διαιτησία είναι κατά κανόνα συναινετική, κύριος σκοπός της είναι η διαμόρφωση συνθηκών συναντίληψης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ως προς τις επιπτώσεις που έχουν οι συζητούμενες επιλογές για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση στην εθνική οικονομία, στον κλάδο ή στην επιχείρηση.
Η διαμόρφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας σε χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα (20%), καθώς και η υπερπληθώρα μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά, δεν είναι λόγοι για να προωθούνται αναγκαστικές ρυθμίσεις. Σημειώνεται ότι το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων ανέρχεται σε 88% στην Σουηδία και 40% στην Ελλάδα.
Πολλές φορές, η διάρθρωση της αγοράς και η χαμηλή επιρροή των συνδικάτων είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος, δηλαδή των πιέσεων για τη διαμόρφωση των μισθών πέραν των αντοχών της οικονομίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αποτελεί αμυντική επιλογή για μία επιχείρηση να παραμένει μικρή και εκτός της επίσημης οικονομίας (νόμιμης αγοράς εργασίας). Και αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει κατά κόρον στην Ελλάδα.
Ο Προϋπολογισμός του 2017 (Προσχέδιο) αποτυπώνει τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδημάτων που έχει επιχειρηθεί ποτέ σε μία μόνο χρονιά. Πέραν της δημοσιονομικής προσαρμογής που στοχεύει στην αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης κατά 1,2 π.μ. του ΑΕΠ σε 1,8% του ΑΕΠ το 2017, ο προϋπολογισμός αφαιρεί αγοραστική δύναμη ύψους €2,5 δισ. (€3,1 δισ. την διετία 2016/2017) μέσω των φόρων, και €1 δισ. περίπου (€1,7 δισ. των διετία 2016/2017) μέσω, κυρίως, των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών, πριν αντισταθμιστεί μερικώς το ισοζύγιο με αύξηση των δαπανών το 2017 κατά €871 εκατ. για τη θέσπιση του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (€571 εκατ.) και για παρεμβάσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και κοινωνικής προστασίας (€300 εκατ.).
Στην ουσία, επιχειρείται μία τεράστια αναδιανομή εισοδήματος και στα δύο άκρα των εισοδημάτων, με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Από τη μια πλευρά στους φορολογούμενους, από τα υψηλότερα εισοδήματα προς τα χαμηλότερα (εδώ περιλαμβάνεται και η συμπαθής –προς κάθε κυβέρνηση- ομάδα των φοροφυγάδων) και από την άλλη πλευρά, από τους συνταξιούχους και τους επιδοματούχους του παλαιού συστήματος (όπου δεν υπήρχε διαχωρισμός προνοιακών και συνταξιοδοτικών παροχών) στους δικαιούχους του νέου συστήματος παροχών και κοινωνικών δαπανών.
Αναμένεται να δούμε στην πράξη εάν ο γάιδαρος του Χότζα (οι συνεπείς φοΜε τον, για μία ακόμη φορά, ευφάνταστο τίτλο «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε, γέλασε», ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, καταγράφει τόσο τις δυσκολίες που υπάρχουν στην αγορά εργασίας όσο και το τι περιμένει τους Έλληνες πολίτες (επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς και συνταξιούχους) εάν εφαρμοστούν τα μέτρα τα οποία προτείνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2017.
Στο προοίμιο της έκθεσης του Συνδέσμου, αναφέρονται, τα ακόλουθα: «Δοθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που συστάθηκε κατ’ επιταγήν του Μνημονίου, με σκοπό τη διαμόρφωση προτάσεων για την εφαρμογή στην Ελλάδα βέλτιστων διεθνώς πρακτικών στους τομείς των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με στόχο την προώθηση της διατηρήσιμης ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς για όλους.
Μεταξύ άλλων, προτείνεται η επεκτασιμότητα κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας να είναι δυνατή μόνον εφόσον η ΣΣΕ καλύπτει το 50% των εργαζομένων, με το κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας να πιστοποιείται από αδιάβλητο μηχανισμό.
Αναγνωρίζεται, επίσης, η ανάγκη, οι επιχειρησιακές να υπερισχύουν των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, είτε καθολικώς (άποψη μειοψηφίας), είτε κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση δυσχερειών και εφόσον έχει συμφωνηθεί ρήτρα προσωρινής απόκλισης (άποψη πλειοψηφίας).
Σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζεται ότι οι δύο πλευρές που συνομιλούν στο επίπεδο της επιχείρησης κατανοούν τα ειδικότερα προβλήματα του χώρου τους και πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τα επιλύουν. Παραφωνία ακατανόητη, όμως, αποτελεί το γεγονός ότι η Επιτροπή παραγνώρισε τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στο σύστημά μας μία θεμελιώδης στρέβλωση, η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία που ακυρώνει στην πράξη αυτήν την ίδια την ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελώντας διεθνή πρωτοτυπία για ανεπτυγμένη οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, σε μία παγκόσμια οικονομία όπου η διαιτησία είναι κατά κανόνα συναινετική, κύριος σκοπός της είναι η διαμόρφωση συνθηκών συναντίληψης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ως προς τις επιπτώσεις που έχουν οι συζητούμενες επιλογές για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση στην εθνική οικονομία, στον κλάδο ή στην επιχείρηση.
Η διαμόρφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας σε χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα (20%), καθώς και η υπερπληθώρα μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά, δεν είναι λόγοι για να προωθούνται αναγκαστικές ρυθμίσεις. Σημειώνεται ότι το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων ανέρχεται σε 88% στην Σουηδία και 40% στην Ελλάδα.
Πολλές φορές, η διάρθρωση της αγοράς και η χαμηλή επιρροή των συνδικάτων είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος, δηλαδή των πιέσεων για τη διαμόρφωση των μισθών πέραν των αντοχών της οικονομίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αποτελεί αμυντική επιλογή για μία επιχείρηση να παραμένει μικρή και εκτός της επίσημης οικονομίας (νόμιμης αγοράς εργασίας). Και αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει κατά κόρον στην Ελλάδα.
Ο Προϋπολογισμός του 2017 (Προσχέδιο) αποτυπώνει τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδημάτων που έχει επιχειρηθεί ποτέ σε μία μόνο χρονιά. Πέραν της δημοσιονομικής προσαρμογής που στοχεύει στην αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης κατά 1,2 π.μ. του ΑΕΠ σε 1,8% του ΑΕΠ το 2017, ο προϋπολογισμός αφαιρεί αγοραστική δύναμη ύψους €2,5 δισ. (€3,1 δισ. την διετία 2016/2017) μέσω των φόρων, και €1 δισ. περίπου (€1,7 δισ. των διετία 2016/2017) μέσω, κυρίως, των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών, πριν αντισταθμιστεί μερικώς το ισοζύγιο με αύξηση των δαπανών το 2017 κατά €871 εκατ. για τη θέσπιση του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (€571 εκατ.) και για παρεμβάσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και κοινωνικής προστασίας (€300 εκατ.).
Στην ουσία, επιχειρείται μία τεράστια αναδιανομή εισοδήματος και στα δύο άκρα των εισοδημάτων, με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Από τη μια πλευρά στους φορολογούμενους, από τα υψηλότερα εισοδήματα προς τα χαμηλότερα (εδώ περιλαμβάνεται και η συμπαθής –προς κάθε κυβέρνηση- ομάδα των φοροφυγάδων) και από την άλλη πλευρά, από τους συνταξιούχους και τους επιδοματούχους του παλαιού συστήματος (όπου δεν υπήρχε διαχωρισμός προνοιακών και συνταξιοδοτικών παροχών) στους δικαιούχους του νέου συστήματος παροχών και κοινωνικών δαπανών. Αναμένεται να δούμε στην πράξη εάν ο γάιδαρος του Χότζα (οι συνεπείς φορολογούμενοι και οι οργανωμένες επιχειρήσεις) θα μάθει να ζει νηστικός.
Το ΔΝΤ, στις φθινοπωρινές του προβλέψεις για την Ελλάδα, αποτυπώνει τη δυσπιστία του για την αποτελεσματικότητα των μέτρων οικονομικής πολιτικής που έχουν συμφωνηθεί με τους πιστωτές της χώρας και κατά πόσο θα έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα όσον αφορά στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τα μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπει το ΔΝΤ, σε συνδυασμό με μείωση της υπερφορολόγησης μέσω ανακατανομής του φορολογικού βάρους υπέρ όσων δημιουργούν απασχόληση και εισοδήματα, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι συνθήκες διαμόρφωσης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης, οδηγούν το ΔΝΤ σε προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης 0,1% και 2,8% για το 2016 και 2017 αντιστοίχως, που είναι οριακώς καλύτεροι από τις επίσημες προβλέψεις, αλλά για διαφορετικούς λόγους και με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής».ρολογούμενοι και οι οργανωμένες επιχειρήσεις) θα μάθει να ζει νηστικός.
Το ΔΝΤ, στις φθινοπωρινές του προβλέψεις για την Ελλάδα, αποτυπώνει τη δυσπιστία του για την αποτελεσματικότητα των μέτρων οικονομικής πολιτικής που έχουν συμφωνηθεί με τους πιστωτές της χώρας και κατά πόσο θα έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα όσον αφορά στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τα μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπει το ΔΝΤ, σε συνδυασμό με μείωση της υπερφορολόγησης μέσω ανακατανομής του φορολογικού βάρους υπέρ όσων δημιουργούν απασχόληση και εισοδήματα, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι συνθήκες διαμόρφωσης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης, οδηγούν το ΔΝΤ σε προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης 0,1% και 2,8% για το 2016 και 2017 αντιστοίχως, που είναι οριακώς καλύτεροι από τις επίσημες προβλέψεις, αλλά για διαφορετικούς λόγους και με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής».