Μικρότερο κίνδυνο για ανάπτυξη φλεγμονωδών νόσων του εντέρου αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που εκτίθενται σε μικρόβια, όσοι δηλαδή μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον όπου δεν είναι όλα πεντακάθαρα και απολυμασμένα, όπως διαπίστωσε μια ανασκόπηση 29 μελετών η οποία πραγματοποιήθηκε από το Ιατρικό Κέντρο Montefiore, την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.
Οι ερευνητές εντόπισαν διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με χαμηλή περιβαλλοντική υγιεινή οι οποίοι οδηγούν σε μικρότερο κίνδυνο για ανάπτυξη φλεγμονωδών νόσων του εντέρου. Ωστόσο, η εθνικότητα φάνηκε ότι επηρεάζει την ευαισθησία στην επίδραση αυτών των παραγόντων.
Σύμφωνα με την «υπόθεση της υγιεινής», τα άτομα που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον υψηλής υγιεινής έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου (IBD). Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών δεν ήταν τόσο σαφή και γι’ αυτό οι ερευνητές αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια συστηματική ανασκόπηση παλαιότερων μελετών για τους παράγοντες που σχετίζονταν με την περιβαλλοντική υγιεινή και τον κίνδυνο εμφάνισης IBD, νόσου του Crohn (CD) και ελκώδους κολίτιδας (UC).
Τα ευρήματα της μελέτης «Περιβαλλοντική Υγιεινή και Κίνδυνος Φλεγμονωδών Παθήσεων του Εντέρου: συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση», που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Inflammatory Bowel Diseases, φανέρωσαν την ύπαρξη συσχετισμού, ο οποίος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την εθνικότητα.
Ειδικότερα, για να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ περιβαλλοντικής υγιεινής και του κινδύνου για IBD, η Δρ Αουράντα Τσολαπρανι και ο Δρ Ασβιν Ανανθακρισναν επανεξέτασαν τη δημοσιευμένη, μεταξύ 1980 και 2015, βιβλιογραφία που αφορούσε τις Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου. Οι μελέτες αυτές είχαν αξιολογήσει την επαφή με κατοικίδια ζώα και ζώα αγροκτήματος, τον αριθμό των αδελφών, τη συμβίωση στο ίδιο υπνοδωμάτιο κατά την παιδική ηλικία με αδέλφια ή γονείς, και την πρόσβαση σε προσωπική τουαλέτα και ζεστό νερό.
Όπως διαπιστώθηκε από τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης όλοι αυτοί οι παράγοντες μείωσαν τον κίνδυνο για IBD.
Οι πιθανότητες ανάπτυξης IBD σε άτομα που είχαν σκύλο ή γάτα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ήταν κατά 24% λιγότερες από ό,τι ήταν σε άτομα που δεν είχαν κατοικίδιο. Η επαφή με ζώα του αγροκτήματος μείωσε επίσης τις πιθανότητες ανάπτυξης IBD κατά 55%.
Η ανάλυση των ερευνητών ήταν κατηγοριοποιημένη και ανά εθνικότητα. Η προστατευτική σχέση της επαφής με κατοικίδια ζώα αποδείχθηκε τόσο στις ομάδες που αποτελούνταν από λευκούς ανθρώπους όσο και σε εκείνες που αποτελούνταν από μη λευκούς, η επαφή όμως με ζώα του αγροκτήματος έδειξε διαφοροποίηση και συνδέθηκε λιγότερο έντονα με την προστασία από Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου στους λευκούς. Στους μη λευκούς διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν 83% λιγότερες πιθανότητες ανάπτυξης IBD, ενώ το ποσοστό στους λευκούς ήταν 45%.
Η συγκατοίκηση συσχετίστηκε αντίστροφα με τον κίνδυνο για εμφάνιση της νόσου του Crohn, αλλά όχι με την ελκώδη κολίτιδα. Η κοινή χρήση του κρεβατιού με αδέλφια κατά την παιδική ηλικία φάνηκε ότι προσέφερε προστατευτική ανοσία τόσο για ανάπτυξη νόσου του Crohn όσο και ελκώδους κολίτιδας. Οι συσχετισμοί αυτοί ήταν παρόμοιοι σε λευκούς και σε μη-λευκούς ανθρώπους, τόσο για την έκθεση στην πρώιμη παιδική ηλικία όσο και κατά τα επόμενα έτη.
Τέλος, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ύπαρξη 2 ή περισσότερων αδελφών μείωσε τον κίνδυνο για ελκώδη κολίτιδα.
«Η παρούσα μελέτη επισημαίνει την ανάγκη χαλάρωσης της ολοένα αυξανόμενης επιθυμίας, ιδιαίτερα των μητέρων, για διαβίωση των παιδιών τους σε απόλυτα καθαρό και σε πολλές περιπτώσεις απολυμασμένο περιβάλλον» σχολιάζει ο Δρ Αναστάσιος Ξιάρχος πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία ούτε για την ελκώδη κολίτιδα ούτε για τη νόσο του Crohn. Η τρέχουσα αντιμετώπιση στοχεύει στην ανακούφιση από τα συμπτώματα και στην καθυστέρηση ή αποτροπή της επανεμφάνισής τους. Σε ήπιες περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας δεν συστήνεται κάποια θεραπεία, ενώ σε άλλες μπορεί να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, περίπου το 20% των ατόμων με τη νόσο έχουν σοβαρά συμπτώματα που δεν ανταποκρίνονται στα φάρμακα. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η κολεκτομή, δηλαδή η χειρουργική αφαίρεση του τμήματος που φλεγμαίνει ή του συνόλου του παχέος εντέρου. Η πραγματοποίηση της κολεκτομής μπορεί να γίνει (τις περισσότερες φορές) λαπαροσκοπικά, καθώς η μέθοδος πλεονεκτεί της κλασικής, ανοικτής κολεκτομής εξαιτίας του μικρότερου μετεγχειρητικού πόνου, του συντομότερου χρόνου νοσηλείας, της ταχύτερης επιστροφής σε στερεή διατροφή και γρηγορότερης λειτουργίας του εντέρου, της επιστροφής στις συνηθισμένες δραστηριότητες σε συντομότερο χρονικό διάστημα, αλλά και εξαιτίας των καλύτερων αισθητικών αποτελεσμάτων.
Όσον αφορά τη νόσο του Crohn, το ποσοστό των ασθενών που απαιτείται χειρουργική επέμβαση για τη θεραπεία τους είναι πολύ υψηλότερο από το ποσοστό των ατόμων με ελκώδη κολίτιδα και ανέρχεται στο 60-75%. Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης ο γιατρός αφαιρεί το κατεστραμμένο τμήμα του πεπτικού και στη συνέχεια επανασυνδέει τα υγιή τμήματα. Παρότι η ιατρική και η τεχνολογία έχει προχωρήσει, προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια και μείωση των ενδεχόμενων επιπλοκών, αναμφισβήτητα η αποφυγή των επεμβάσεων πρέπει να αποτελεί τον απόλυτο στόχο.