Διαψεύδονται τα περί «συμβούλου» αλλά δεν ξεκαθαρίζει την στάση του στο ελληνικό πρόγραμμα
Μισόλογα και γενικολογίες εισέπραξε, τελικά, η ελληνική αντιπροσωπεία που μετέβη στην αμερικανική πρωτεύουσα για να εξασφαλίσει μια συμφωνία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους -άτι που, αντί να ξεδιαλύνει, περιπλέκει έτι περισσότερο τις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές της.
Αυτό στο οποίο με σαφήνεια επέμενε η Ουάσινγκτον ήταν η επιτακτική τήρηση των δεσμεύσεων και η υλοποίηση, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, των μεταρρυθμίσεων.
Το ζήτημα της συμμετοχής άλλωστε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής -και, κατ’ επέκταση, στην οικονομική στήριξη της Ελλάδας- παραμένει μη αποσαφηνισμένο, εντείνοντας την αβεβαιότητα, με τα σενάρια περί «συμβούλου» να θορυβούν τις Αγορές, παρά την επίσημη διάψευσή τους από το Ταμείο.
Ο Τζέρι Ράις διαβεβαίωσε πως το Ταμείο συνεχίζει να θεωρεί την συμμετοχή του ως δεδομένη, αλλά υπό προϋποθέσεις που το ίδιο θέτει [βλ. σχετικά: «Καμιά απόφαση για τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα»]. Από τις σημαντικότερες είναι αυτή της διευθέτησης του ελληνικού χρέους, το οποίο κατά την άποψη του ΔΝΤ δεν είναι βιώσιμο, και η επίτευξη χαμηλών έστω πρωτογενών πλεονασμάτων περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ, αντί 3,5%. Ωστόσο, το Βερολίνο έχει διαφορετική αντίληψη επί αυτών των σημαντικών θεμάτων, συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Στο σημείο αυτό όλες οι πλευρές, με πρώτη την γερμανική, επιμένουν στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε σαφής: Οι Έλληνες δεν πρέπει να βλέπουν το χρέος αλλά τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιήσουν, για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Και σε αυτό το ΔΝΤ δεν διαφοροποιείται από την ευρωπαϊκή θεώρηση.
Το ζήτημα λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις στον βαθμό που το Ταμείο διευρύνει το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων με νέα ατζέντα μέτρων, προερχόμενη βασικά από την ομάδα της Ντέλια Βελκουλέσκου και προσανατολιζόμενα κυρίως προς την κατεύθυνση περαιτέρω μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου κάτω από τα 8.600 ευρώ ετησίως.
Πέραν όλων αυτών, το ζήτημα της παραμονής του ΔΝΤ στην στήριξη του ελληνικού προγράμματος (χρηματοδότηση και εποπτεία) παραμένει ανοικτό. Προφανώς το Ταμείο θα εξαντλήσει τους υπόλοιπους μήνες του έτους προκειμένου να βεβαιωθεί από τους τεχνοκράτες του περί της βιωσιμότητας του έτους.
Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί ακέραιες τις ανησυχίες της, διότι, σε περίπτωση εξόδου του Ταμείου από το πρόγραμμα, θα χαθεί για την ελληνική πλευρά ένας σύμμαχος στην προσπάθεια απομείωσης του χρέους, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως οι απαιτήσεις για επιπλέον μεταρρυθμίσεις θα αυξηθούν.