Περισσότερες γερμανικές επιχειρήσεις ενδέχεται να «κατηφορίσουν» το 2017 προς την Ελλάδα για εμπορικές και επενδυτικές συνεργασίες, ιδίως στους τομείς του τουρισμού, της μεταποίησης τροφίμων, των τεχνολογιών πληροφορικής & επικοινωνιών και των υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει πολιτική, οικονομική και φορολογική σταθερότητα στη χώρα, αλλά και ότι θα εκλείψουν συγκεκριμένα αντικίνητρα. Ήδη, ιδίως στο δεύτερο μισό του 2016, οι Γερμανοί επιχειρηματίες- που έρχονται σε επαφή με το Παράρτημα Β. Ελλάδος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, προκειμένου να διερευνήσουν το έδαφος για συνεργασίες- έχουν αυξηθεί σημαντικά, σε σχέση με την περίοδο που το δίλημμα του δημοψηφίσματος, τα capital controls και ο φόβος του Grexit είχαν σχεδόν μηδενίσει τις σχετικές «κρούσεις».
Τα παραπάνω επισημαίνει, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ματίας Χόφμαν (Matthias Hoffmann), Διευθυντής του Παραρτήματος Β. Ελλάδος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Ερωτηθείς αν υπάρχει εμπορικό και επενδυτικό ενδιαφέρον από γερμανικές επιχειρήσεις για την ελληνική αγορά, αλλά και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέξουν, ώστε αυτό να μετουσιωθεί σε συνεργασίες επί του πρακτέου, ο κ. Χόφμαν απαντά: «Υπάρχει ενδιαφέρον. Αυτό που δεν θέλουμε να δούμε στο επίπεδο των επενδύσεων, π.χ., είναι να επαναληφθεί ό,τι έγινε με τα φωτοβολταϊκά, στα οποία υπήρξαν επιβαρύνσεις εκ των υστέρων. Το κράτος πρέπει να τηρεί τις δεσμεύσεις του έναντι των επενδυτών, εφαρμόζοντας και όχι τροποποιώντας, κατά το δοκούν, τους νόμους. Επίσης, η βελτίωση του εθνικού θεσμικού πλαισίου για τις επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες από ευρωπαϊκά προγράμματα, θα λειτουργούσαν θετικά, όπως και η πολιτική και φορολογική σταθερότητα».
Σε ποιους τομείς εντοπίζεται το ισχυρότερο γερμανικό ενδιαφέρον; «Σε τομείς όπως, ο τουρισμός, η μεταποίηση τροφίμων και οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, υπάρχει ενδιαφέρον που θα μπορούσε άμεσα να γίνει πράξη, αρχικά μέσα από μικρές επενδύσεις, οι οποίες στη συνέχεια θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν, αλλά και με ελληνογερμανικά joint-ventures. Για παράδειγμα, οι επενδύσεις για ενεργειακή εξοικονόμηση στα ξενοδοχεία, μπορούν να αποσβεστούν σε δύο με τέσσερα χρόνια. Ενδιαφέρον γενικά υπάρχει, αρκεί να εξασφαλιστεί ένα καλό κλίμα για τις ξένες επενδύσεις και τους επενδυτές. Μέχρι αυτό να συμβεί, θεωρώ ότι οι Γερμανοί επιχειρηματίες θα περιμένουν», εξηγεί ο κ. Χόφμαν.