Υψηλού ρίσκου χαρακτηρίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τις όποιες προσδοκίες για γρήγορη έξοδο της οικονομίας από την κρίση και για επιστροφή στις αγορές το 2017.
Στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση τονίζει ότι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η επέκταση της πραγματικής οικονομίας απαιτούν «αναπτυξιακό πραγματισμό και πρωτοβουλίες ευρύτερες των αβέβαιων αποτελεσμάτων που θα έχει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην εξομάλυνση των πιστωτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας».
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρει ακόμη ότι το πρόβλημα των κόκκινων δανείων γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο λόγω «του εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια κατάσταση «υφεσιακής στασιμότητας», η οποία παρατείνει το πρόβλημα φερεγγυότητας των ελληνικών συστημικών τραπεζών».
Στην έκθεση συμπληρώνεται ότι η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής έχει φτάσει στα όριά της, έχοντας επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, στην απασχόληση, στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνική συνοχή.
Βασικά συμπεράσματα:
-Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης. Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
-Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
-Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.
-Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ).
Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.