Η αύξηση του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του έτους κατά 1,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό, ανατρέπει τις προβλέψεις για ελαφρά συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας το 2016 κατά -0,3% και στοχεύει σε οριακό θετικό πρόσημο, επισημαίνει, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, με αφορμή την αναμενόμενη κατάθεση του προϋπολογισμού.
«Όμως», όπως αναφέρει, «για να υπάρξει, συνέχεια στο θετικό πρόσημο και να κερδηθεί το στοίχημα της πραγματικής οικονομίας σε βάθος διετίας, απαιτείται διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες».
Προς αυτή την κατεύθυνση, όπως σημειώνει η ΕΣΕΕ, η ταχύτερη επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων που σχετίζονται με τη θέσπιση και λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρήσεων, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της αγοράς. Ακόμη, η επιστροφή στη ρευστότητα, η διαμόρφωση ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και κυρίως η μείωση της υπερφορολόγησης είναι βασικά προαπαιτούμενα των μικρομεσαίων απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας.
Προϋπολογισμός
Το οριστικό σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2017, που κατατίθεται στη Βουλή βασίζεται στα επικαιροποιημένα μεγέθη του γ´ τριμήνου, αναφορικά με το ΑΕΠ και την υπέρβαση σε καθαρά έσοδα κατά 2,5 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ, εκκινεί με βελτιωτικές αλλαγές από το προσχέδιο του προϋπολογισμού και μεγαλύτερα μεγέθη από αυτά του 2016. Ο προϋπολογισμός του 2017, με πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% και μνημονιακό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 1,75% και 1,80%, βασίζεται για άλλη μία χρονιά, σε εκτιμήσεις για επιπλέον φόρους 2,6 δισ. ευρώ, κυρίως έμμεσων, που συνολικά θα ανέλθουν ετησίως στα 26,3 δισ. ευρώ, έναντι εσόδων 20,4 δισ. ευρώ από άμεσους φόρους σύμφωνα με το προσχέδιο του Οκτωβρίου.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, αναφερόμενος στον προϋπολογισμό επεσήμανε ότι «…η κατάσταση σήμερα είναι οριακή, αφού εάν η ελληνική οικονομία δεν αλλάξει πρόσημο σύντομα, τότε η πραγματική οικονομία δεν έχει καμία απολύτως τύχη. Ακόμα και αν οι θεσμοί δεχτούν μια μελλοντική, υπό όρους και προϋποθέσεις διευθέτηση στο χρέος, θα κληθούμε να ανταποκριθούμε στις ρυθμίσεις εξωτερικού και εσωτερικού χρέους «φτωχότεροι». Παρά την κατάθεση ενός αισιόδοξου προϋπολογισμού για το 2017, θα περιμένουμε τα αποτελέσματα του 2016 για να διαπιστώσουμε εάν το 2017 θα είναι η αρχή της ανάκαμψης ή μια ακόμη παρένθεση. Θα πρέπει να δούμε, εάν το ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερο από ό,τι προβλεπόταν, πόσο μικρότερο θα είναι το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της υπερφορολόγησης, της περικοπής μισθών και συντάξεων, πόσες ακόμα λιγότερες επιχειρήσεις θα έχουμε λόγω «λουκέτων», ποιο θα είναι το ποσοστό ανεργίας και αδήλωτης εργασίας και σε ποια θέση κατάταξης θα βρεθούμε στην λίστα ανταγωνιστικότητας. Θα ήταν, λοιπόν, ευχής έργο στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της 2ης αξιολόγησης να προκύψουν οι προϋποθέσεις απαραίτητων ελαφρύνσεων, αντί επιβαρύνσεων, χωρίς νέα μέτρα, που αποδεδειγμένα δεν οδηγούν πουθενά την οικονομία της χώρας μας. Δυστυχώς, ο προϋπολογισμός του 2017 βασίζεται για άλλη μία φορά, σε νέα εισπρακτικά μέτρα που ανέρχονται ετησίως σε επιπλέον 2,6 δις ευρώ. Πάντα, βέβαια, για τις όποιες αλλαγές στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017, εκκρεμεί η συμφωνία των δανειστών…».