Οι τράπεζες της ευρωζώνης υφίστανται σημαντικό βάρος μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους περίπου 900 δισ. ευρώ
Νέο κύκλο προσπαθειών μείωσης των «κόκκινων» δανείων ξεκινά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καλώντας τις υπό την εποπτεία της κρατικές τράπεζες να συμμετάσχουν στην αγορά επισφαλών δανείων αξίας 1 τρισ. ευρώ εντός ευρωζώνης, με στόχο την τόνωση της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με το Reuters, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην μείωση του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων δανείων 127 μεγάλων τραπεζών και κυρίως στις πιο προβληματικές από αυτές, όπως για παράδειγμα η ιταλική Monte Paschi.
Το πρακτορείο ειδήσεων σημειώνει ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης, που υφίστανται σημαντικό βάρος «κόκκινων» δανείων ύψους περίπου 900 δισ. ευρώ, δεν έχουν τολμήσει να αντιμετωπίσουν εγκαίρως αυτό το «κατάλοιπο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους», φοβούμενες ότι διαγραφές των δανείων αυτών θα οδηγούσαν σε ζημιές, περιορίζοντας τα μερίσματα και τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών.
Ωστόσο οι εποπτικές Αρχές θέλουν να δώσουν ώθηση στις τράπεζες, καθώς το τεράστιο ύψος των προβληματικών δανείων συμπιέζει την αποτίμηση των τραπεζών, αυξάνει το κόστος χρηματοδότησής τους και τελικά συγκρατεί την οικονομική ανάπτυξη, αντικρούοντας τη στήριξη που προσπαθεί να δώσει η ΕΚΤ με τη νομισματική πολιτική της.
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι το 7,1% των τραπεζικών δανείων της ευρωζώνης δεν εξυπηρετούνταν στο τέλος του 2013, ποσοστό που είναι σχεδόν πενταπλάσιο από αυτό στις ΗΠΑ.
Οι φόβοι των επενδυτικών funds και τα επιχειρήματα της ΕΚΤ
Η διάσταση μεταξύ της τιμής προσφοράς των τραπεζών και της τιμής αγοράς που τα funds ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου είναι διατεθειμένα να καταβάλουν δημιουργεί πρόβλημα στην ολοκλήρωση του εν λόγω προγράμματος. Κι αυτό διότι οι αγοραστές εκτιμούν ότι τα χρονικά περιθώρια διευθέτησης των επισφαλών δανείων σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι υπερβολικά μεγάλα κυρίως λόγω της γραφειοκρατίας αλλά και της μεγάλης καθυστέρησης έκδοσης δικαστικών αποφάσεων.
Ωστόσο η ΕΚΤ εκτιμά ότι μια λύση θα ήταν η δημιουργία εταιρειών διαχείρισης ενεργητικού, όπως συνέβη στις περιπτώσεις της ισπανικής και ιρλανδικής τραπεζικής κρίσης (2008 – 2012), ώστε με τα κίνητρα που θα προκύψουν να αρθεί η μεγάλη πίεση που ασκείται σήμερα στις τράπεζες. Οι εταιρείες αυτές, βέβαια, θα λειτουργούν σύμφωνα με το πλαίσιο κανόνων της ΕΚΤ και δεν θα παραβιάζουν τους όρους διάσωσης τραπεζών όχι με χρήματα φορολογουμένων, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προβληματικά δάνεια αγοράστηκαν κατόπιν έγκρισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η προσδοκία της ΕΚΤ έγκειται στο ότι οι εταιρείες διαχείρισης θα μπορούσαν να επέμβουν χρηματοδοτικά, σε περίπτωση που κάποια τράπεζα εμφανίσει κεφαλαιακό έλλειμμα λόγω έλευσης ενός δυσμενούς σεναρίου ή επιδείνωσης των Αγορών. Η κεντρική τράπεζα αναγνωρίζει άλλωστε ότι η πρακτική αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικότερα στις περιπτώσεις των ενυπόθηκων δανείων παρά σε αυτές των εταιρικών – επιχειρηματικών, λόγω της ετερογένειας που αυτά παρουσιάζουν.
Όσον αφορά τις ζημιές που θα προκύπτουν από τι τιμές πώλησης, οι οποίες σαφώς θα είναι χαμηλότερες από την λογιστική αποτίμηση των δανείων στα βιβλία των τραπεζών, αυτές θα τις επωμίζονται οι ιδιώτες επενδυτές -κάτι που, αν και αντισταθμίζεται από το μακροπρόθεσμα αναμενόμενο κέρδος, σε πρώτη φάση δεν προκαλεί στους ενδιαφερόμενους επενδυτές ιδιαίτερο ενθουσιασμό…