Η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας.
Σημείωσε επίσης ότι η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος.
Σε ομιλία του κατά την παρουσίαση από τον οργανισμό διαΝΕΟσις στο Μουσείο Μπενάκη του βιβλίου «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα», των Π. Τσακλόγλου, Γ. Οικονομίδη, Γ. Παγουλάτου, Χ. Τριαντόπουλου και Α. Φιλιππόπουλου, ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι το εύρος και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας.
Εξέφρασε επίσης την εκτίμηση ότι οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσηςαναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμαμέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης.
‘Όπως είπε, μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ως αποτέλεσμα των αλλαγών που έχουν εφαρμοσθεί διαφαίνεται ήδη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 10% περίπου την περίοδο 2010-2015, με αποτέλεσμα η παραγωγή αυτών των αγαθών και υπηρεσιών να γίνει πιο επικερδής. Ως εκ τούτου, συνέχισε ο κ. Στουρνάρας, το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική οικονομία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Κατά τον ίδιο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Ο κ. Στουρνάρας προειδοποίησε ωστόσο ότι απαιτείται παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων:
-την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων
-την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Ο κ. Στουρνάρας παρατήρησε ότι η συζήτηση για το πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και οι σχετικοί προβληματισμοί έχουν μακρά ιστορία. «Πριν ακόμα από την ένταξη στην ΟΝΕ, είχε διαπιστωθεί ότι, στη νέα Ενιαία Αγορά, το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων και πολλών υπηρεσιών θα συρρικνώνεται και η δυνατότητα της εγχώριας αγοράς να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη θα εξασθενεί διαρκώς. Για να αντιμετωπισθεί η αναπόδραστη αυτή εξέλιξη, οι απώλειες στην εγχώρια αγορά θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με αντίστοιχη – ή και μεγαλύτερη – διείσδυση στις αγορές εξωτερικού. Αυτό με τη σειρά του επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή», εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ.
Είπε επίσης ότι με τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ήταν ταχεία, παρά τις εγγενείς αδυναμίες της εγχώριας προσφοράς. Η ανάπτυξη όμως, όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην εγχώρια ζήτηση – ιδιαίτερα στην κατανάλωση και τροφοδοτήθηκε με δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Έτσι, στις δομικές αδυναμίες του παραγωγικού προτύπου προστέθηκαν νέα προβλήματα:
Διόγκωση του δανεισμού, με το δημόσιο χρέος να φθάνει σε ιστορικά επίπεδα, σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος. «Και με την έλευση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία στην Ελλάδα μετετράπη ταχύτατα σε κρίση χρέους, σύντομα η πρόσβαση στις αγορές έγινε απαγορευτική, σε μια φάση που οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο», πρόσθεσε.
«Η συνέχεια είναι γνωστή. Το μνημόνιο και όσα επακολούθησαν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, φθάνοντας σε εκρηκτικό σημείο. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα μνημόνια, εξασφάλισαν το δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάσθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επεδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Οι πολιτικές όμως αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ύφεση υψηλότερη του αναμενόμενου, μείωση των εισοδημάτων και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας», συνέχισε ο κ. Στουρνάρας.
Παραδέχθηκε δε ότι η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάστηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. «Από την άλλη πλευρά όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας».