«Ο οίκος αξιολόγησης S&P εντείνει τις πιέσεις στην Ελλάδα» έχει τίτλο σημερινό δημοσίευμα της βελγικής εφημερίδας De Standaard.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αιτία της νέας υποβάθμισης είναι η αίσθηση ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να προχωρήσει εν ευθέτω χρόνω σε μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους της.
Το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι η S&P έφερε τα ελληνικά ομόλογα στο ίδιο επίπεδο με την Μπουρκίνα Φάσο και την Μοζαμβίκη και πως πρόκειται για την έκτη υποβάθμιση του ίδιου οίκου σε διάστημα 14 μηνών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τα μεν ελληνικά ομόλογα να έχουν περιέλθει πλέον σε πλήρη ανυποληψία και η δε Ελλάδα να αποτελεί πλέον ένα «βαρίδι» για την ευρωζώνη.
Καθώς η Ελλάδα δεν μπορεί να εκπληρώσει τους στόχους που έχει θέσει, παρατηρεί το δημοσίευμα, η χώρα χρειάζεται νέα οικονομική βοήθεια προκειμένου να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες. Σύμφωνα με την De Standaard, παρόλο που η μορφή που θα λάβει η νέα αυτή οικονομική βοήθεια παραμένει άγνωστη, ο οίκος αξιολόγησης προεξοφλεί ότι θα προκριθεί τελικά η λύση μιας ήπιας αναδιάρθρωσης, μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των ομολογιακών οφειλών.
Στη συνέχεια το δημοσίευμα επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον οικονομικό σύμβουλο της ING, C. Brzeski, οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων θα κληθούν να καταβάλουν κάποιου είδους τίμημα. Ο σύμβουλος της ING υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται να γίνει ούτε κούρεμα της αξίας των ομολόγων, αλλά ούτε να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού, διότι θα δοθούν λάθος μηνύματα στους Πορτογάλους και τους Ιρλανδούς. Αντίθετα, εκτιμά ότι η πιο συνετή και εφικτή ενδιάμεση λύση είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Δεν αποκλείει μάλιστα ένα μέρος του παλιού χρέους να μετατραπεί σε νέα ομόλογα ή να ανταλλαχθεί με μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων. Με μια τέτοια λύση, τονίζει ο C. Brzeski, αφενός προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις και αφετέρου το χρέος γίνεται σταδιακά βιώσιμο. Ωστόσο, προσθέτει, ακόμα και αυτή η λύση δεν θα είναι αρκετή να βγάλει την Ελλάδα από την μιζέρια. «Η πραγματική πρόκληση είναι η τόνωση της ανάπτυξης στην Ελλάδα και η μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία όμως αποτελεί έργο μακράς πνοής», υποστηρίζει.