Wilbur Ross: Ο άνθρωπος που έβγαλε μια περιουσία από χρεοκοπίες
O άνθρωπος που θα γίνει ο επόμενος υπουργός Εμπορίου της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη έχει βγάλει μια περιουσία στις business της χρεοκοπίας. Πρόκειται για τον Wilbur Ross, τον 79χρονο μεγαλοεπενδυτή που έχτισε μια περιουσία 2,9 δισ. δολαρίων αγοράζοντας προβληματικές επιχειρήσεις. Ο Ross φέρεται να έχει «κλειδώσει» για μια θέση στην κυβέρνηση του Donald Trump, που ήδη περιλαμβάνει και άλλους εύπορους Αμερικανούς, όπως η Betsy DeVos, που θεωρείται η επικρατέστερη για το υπουργείο Παιδείας.
Η επιλογή του Trump για το άτομο που θα εκπροσωπεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις στον υπόλοιπο κόσμο δεν είναι ένας προσεκτικός μάνατζερ, αλλά ένας ριψοκίνδυνος κερδοσκόπος. Στην καριέρα του, ο Ross αντιμετωπιζόταν άλλοτε ως ήρωας και άλλοτε ως ο κακός της υπόθεσης.
Το 2002, για παράδειγμα, κέρδισε τα εύσημα των εργαζομένων όταν αγόρασε την χρεοκοπημένη χαλυβουργία του Κλήβελαντ LTV. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, όλοι στράφηκαν εναντίον του όταν μια έκρηξη στο ορυχείο Sago της Δ. Βιρτζίνιας, το οποίο η εταιρία του είχε αγοράσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα, σκότωσε 12 εργαζομένους.
Όλα αυτά, όμως, είναι μάλλον καθημερινότητα στον κόσμο του distressed investing. Ο Ross, άλλωστε, έχτισε τη φήμη του αναζητώντας παντού επιχειρήσεις που θεωρούνταν πεθαμένες. Έριχνε χρήματα σε αυτές, με την ελπίδα ότι μόλις «αναστηθούν», θα έβγαζε ένα καλό κέρδος. Πρόκειται για μια δουλειά που απαιτεί ατσαλένια νεύρα και ένα γερό στομάχι. Οι πιθανότητες αποτυχίας είναι υψηλές -όσο και το ενδεχόμενο ενός μεγάλου κέρδους, εάν όλα πάνε καλά. Αλλά μαζί με την αποτυχία έρχονται και τα δημοσιεύματα για τις επιχειρήσεις που κατέρρευσαν και τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν.
Το πιο διάσημο από τα στοιχήματά του ήταν εκείνο που ανέλαβε στη βιομηχανία του χάλυβα, πριν από μία δεκαετία τουλάχιστον, σε μια εποχή που κανείς δεν ήθελε να αγγίξει τον κλάδο αυτό. Ο Ross ένωσε περιουσιακά στοιχεία της LTV και της Bethlehem Steel σε μια νέα εταιρία, που πήρε το όνομα International Steel Group, και η οποία το 2004 πουλήθηκε στην Mittal Steel αντί 4,5 δισ. δολαρίων.
Όσο για τις πολιτικές του θέσεις, αυτές είναι εξίσου αμφιλεγόμενες με τις επιχειρηματικές του κινήσεις. Ο Ross έχει εκφράσει έντονα συντηρητικές απόψεις για κάποια θέματα, καθώς τάσσεται υπέρ των μεγάλων μειώσεων φόρων για τις επιχειρήσεις και της ανάκλησης του νόμου του Obama για την υγεία.
Παράλληλα, έχει εμφανιστεί δεκτικός απέναντι στις θέσεις του Trump και των συνδικάτων κατά του ελεύθερου εμπορίου.
Ο Ross, που ήταν μέλος της ομάδας των οικονομικών συμβούλων του Trump κατά την προεκλογική περίοδο, έχει δηλώσει πως περιμένει από το νέο πρόεδρο να κάνει πολλά στα θέματα του εμπορίου και της απορρύθμισης ακόμα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου.
Για τον Ross, η επιβεβαίωση της τοποθέτησής του στο υπουργείο Εμπορίου θα είναι το επισφράγισμα μιας καριέρας δεκαετιών στη Wall Street, που τον έκανε ίσως τον πιο γνωστό και επιτυχημένο από τη γενιά των επενδυτών που έμειναν γνωστοί ως «κοράκια» (“vultures”), για την ενασχόλησή τους με «νεκρές» εταιρίες. Ο ίδιος, πάντως, προτιμά να θεωρεί τον εαυτό του Φοίνικα, αφού σαν το μυθικό πουλί, βοηθά τις επιχειρήσεις να αναδυθούν από τις στάχτες τους.
Από την Έντυπη Έκδοση