«Η λήψη της απόφασης για ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου συνιστά σημαντική εξέλιξη διότι ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών και αποτελεί ένα αναγκαίο, αλλά πιθανότατα όχι από μόνο του ικανό βήμα, για τη συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στο ελληνικό πρόγραμμα χαλάρωσης της ΕΚΤ και την ελάττωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου», εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, σε ανάλυση τους στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν «η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης συνδέεται με την εκλογίκευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως του χρονικού ορίζοντά τους».
«Η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 3,5% σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα από το 2018 και μετά, όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά είναι αμφίβολο εάν εξυπηρετεί και τον ίδιο τον σκοπό της βιωσιμότητας του χρέους. Η μειωτική επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος επί του λόγου χρέους προς ΑΕΠ αντισταθμίζεται από τον χαμηλότερο του δυνητικού ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομίας που συνεπάγεται η παραμονή επί μακρόν σε καθεστώς υψηλών πλεονασμάτων», εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Εκτενή αναφορά κάνουν οι αναλυτές στη στρατηγική δημιουργίας ικανού δημοσιονομικού χώρου στα επόμενα χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το πέρας του προγράμματος, σε συμφωνία με τους εταίρους μας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και την χαρακτηρίζουν μεγίστης σημασίας για την ελληνική οικονομία.
Ως δημοσιονομικός χώρος ορίζεται το περιθώριο που υπάρχει κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού για τη διοχέτευση παραγωγικών πόρων προς την ανάπτυξη ή τη στήριξη του κοινωνικού κράτους χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοοικονομική σταθερότητα του ελληνικού Δημοσίου.