Πιθανόν χωρίς έξτρα χρηματοδότηση – Μέσω του χρέους η εποπτεία των συμφωνηθέντων
Δραματική υποχώρηση σχεδόν σε όλα τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές έχει υιοθετήσει, ως τακτική, η κυβέρνηση, προκειμένου να ολοκληρωθεί η πολυπόθητη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και να εξέλθει η χώρα από την πολύχρονη οικονομική κρίση.
Όπως η ίδια υποστηρίζει, αυτό θα επιτευχθεί σε τρία κομβικά στάδια: α) Ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), β) επίτευξη αναπτυξιακών ρυθμών στην πραγματική Οικονομία και γ) έξοδο στις διεθνείς Αγορές για εξασφάλιση χρηματοδότησης, μέχρι τα τέλη της επομένης χρονιάς (2017).
Ωστόσο όλοι φοβούνται πως η τακτική αναδίπλωσης που επιχειρεί η κυβέρνηση Τσίπρα είναι μαθηματικά βέβαιο ότι οδηγεί κατευθείαν σε νέο μνημόνιο, το τέταρτο κατά σειρά (το πρώτο το έφερε η κυβέρνηση Παπανδρέου, το δεύτερο η κυβέρνηση Σαμαρά και το τρίτο η σημερινή κυβέρνηση). Έτσι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα είναι η πρώτη στην Ιστορία που θα φέρει την ευθύνη για δύο, επί των ημερών της, μνημόνια!
Το επερχόμενο τέταρτο μνημόνιο δεν είναι παρά απόρροια των όσων συμφωνήθηκαν την 5η Δεκεμβρίου στο Eurogroup, με την Ελλάδα να δεσμεύεται σε ένα πολυετές πλαίσιο δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς θα πρέπει να επιτύχει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη φάση, μετά το 2018 που το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής θα έχει λήξει.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι κάνουν λόγο για τριετές πρόγραμμα, εκτός του Βερολίνου που ερμηνεύει αυθαίρετα την διάρκεια της μεσοπρόθεσμης φάσης εξισώνοντάς την με μια δεκαετία –δηλαδή μέχρι το 2027.
Γεγονός είναι ότι οι δανειστές απαιτούν εδώ και τώρα λήψη νέων μέτρων, πριν καλά καλά λήξει το τρέχον μνημόνιο, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων στο μέλλον. Η ελληνική πλευρά λοιπόν θα πρέπει να συμφωνήσει με τους Θεσμούς σε κάποιον μηχανισμό και σε δομικά μέτρα (a mechanism and structural measures) που θα εξασφαλίζουν ακριβώς την επίτευξη των στόχων αυτών.
Επομένως με το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου Θεσμοί και ελληνική πλευρά συμφώνησαν στην προοπτική ενός τέταρτου μνημονίου που, κατά την άποψη των περισσοτέρων, θα αποβεί καταστρεπτικό για την ελληνική Οικονομία. Το κείμενο της απόφασης του Eurogroup αναφέρει ευθέως ότι «η πλήρης εφαρμογή όλων των προαπαιτούμενων που σχετίζονται με τη δεύτερη αξιολόγηση και η ολοκλήρωση των εθνικών διαδικασιών θα ανοίξει τον δρόμο για τη διοίκηση του ESM να εγκρίνει το συμπληρωματικό μνημόνιο». Αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος, το 2018, θα τεθεί σε ισχύ ένα τέταρτο μνημόνιο με άγνωστη… ημερομηνία λήξης.
Μάλιστα οι όροι αυτού του νέου μνημονίου δεν έχουν ακόμη ξεκαθαριστεί. Μέχρι σήμερα, τα μνημόνια που η χώρα μας υπέγραφε προέβλεπαν χρηματοδότηση υπό τον όρο υλοποίησης συγκεκριμένων δεσμεύσεων. Αλλά το νέο μνημόνιο θα μπορούσε πλέον να είναι ειδικού σκοπού, δηλαδή να προβλέπει δεσμεύσεις χωρίς αντίστοιχη χρηματοδότηση. Κι αυτό την στιγμή που παραμένει άγνωστο το εάν η χώρα θα καταφέρει να βγει στις Αγορές μετά το καλοκαίρι του 2018.
Στο δυσμενές σενάριο, να μην καταφέρει δηλαδή η Ελλάδα να αποκτήσει πρόσβαση στην χρηματοδότηση από τις Αγορές, ίσως λάβει οικονομική στήριξη από το εναπομείναν τρέχον δανειακό πακέτο των 86 δισ. ευρώ (χρήματα που δεν αξιοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών). Ακόμη, ίσως λάβει κάποιο πακέτο από την εισφορά του ΔΝΤ, εφόσον βεβάιως το Ταμείο αποφασίσει να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα στήριξης.
Σε περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει να βρει ανταπόκριση στις διεθνείς Αγορές, οι δανειστές δεν θα επαναπαυτούν, αλλά θα προσπαθήσουν να θέσουν υπό έλεγχο την ελληνική περίπτωση. Οι Ευρωπαίοι φαίνεται ότι ικανοποιούνται, προς το παρόν, με την χρονική επέκταση του «κόσφτη» πέραν του τρέχοντος προγράμματος. Το ΔΝΤ όμως απαιτεί λήψη συγκεκριμένων μέτρων από τώρα, ώστε να διασφαλίσει την εφαρμογή των συμφωνηθέντων από την ελληνική πλευρά.
Από την στιγμή που δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση ως μέτρο πίεσης, ο έλεγχος του προγράμματος θα εξασφαλίζεται μέσω της πίεσης για την ελάφρυνση του χρέους, η συμφωνία για την οποία σαφέστατα προβλέπει μεσοπρόθεσμα μέτρα και ρήτρες υλοποίησης στόχων, αλλά και με δεσμεύσεις κοινοτικών κονδυλίων.