«Η κυβέρνηση εγκλωβίζει τη χώρα στις εμμονές της επικοινωνιακής της τακτικής ως προς τη δήθεν διαπραγμάτευση για το χρέος» τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του με αιχμή το χθεσινό άρθρο των δυο στελεχών του ΔΝΤ.
Όπως επισημαίνει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, «η κυβέρνηση προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πλήρη διαπραγματευτική της αποτυχία και τον εγκλωβισμό της χώρας στην παραπάνω διευθέτηση που ισοδυναμεί με μνημόνιο τέσσερα χωρίς σαφές τέλος και χωρίς αντίστοιχο δάνειο με ευνοϊκούς όρους, κατηγόρησε, δια του υπουργού Οικονομικών, το ΔΝΤ για εγκατάλειψη».
Αυτή η απόπειρα μετακύλισης της ευθύνης στο ΔΝΤ, έδωσε, σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο την ευκαιρία στα αρμόδια στελέχη του Ταμείου να διατυπώσουν δημόσια τη θέση τους, απευθυνόμενα προφανώς όχι μόνο στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά στις κυβερνήσεις και τους θεσμούς της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει στο άρθρο του, «τα στελέχη του ΔΝΤ λένε πολύ συνοπτικά ότι δεν είναι αυτό που ζήτησε πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά η ελληνική κυβέρνηση αυτή που συμφώνησε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά, ενώ τα ισχύοντα δημοσιονομικά μέτρα μπορούν να αποδώσουν πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%. Εφόσον συνεπώς τοποθετείται ο πήχης στο 3,5%, πρέπει – λένε- να νομοθετηθούν, για λόγους αξιοπιστίας, από τώρα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που διασφαλίζουν το στόχο αυτό για το 2019 και τα επόμενα.
Λένε όμως επίσης ότι ακόμη και με πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, ακόμη και με σοβαρές παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα επιφέρουν ουσιαστική μείωση του σε παρούσα αξία, η ελληνική οικονομία δεν είναι δημοσιονομικά βιώσιμη, αν δεν επέλθουν δυο δημοσιονομικές και ταυτοχρόνως διαρθρωτικές μεταβολές που θεωρούν θεμελιώδεις: Η δραστική μείωση του αφορολόγητου (που τώρα αφήνει εκτός φορολογίας εισοδήματος τα μισά νοικοκυριά) και η περαιτέρω δραστική περικοπή της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης (11% του ΑΕΠ), ώστε αυτά τα δυο μεγέθη να πλησιάσουν τον μέσο όρο της ευρωζώνης ( 8% των νοικοκυριών εντός αφορολόγητου ορίου και 2,5 % του ΑΕΠ δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη ). Επιπλέον θεωρούν, ούτως ή άλλως, αναγκαίες κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων με αντιστάθμισμα ένα πληρέστερο σύστημα ασφάλισης της ανεργίας και προστασίας των ανέργων».
Όπως επισημαίνει στη συνέχεια ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το άρθρο των δυο στελεχών του ΔΝΤ επαναλαμβάνει συνεπώς «ανοικτά και επίμονα» τα τρία κομβικά σημεία που θέτει το Ταμείο, ανεξαρτήτως της αντιμετώπισης του χρέους και ανεξαρτήτως του ύψους του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος:
Μείωση αφορολόγητου
Μείωση συνταξιοδοτικής δαπάνης
Απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων
Στα τρία αυτά σημεία, συνεχίζει ο κ. Βενιζέλος προστίθεται, εφόσον στο Eurogroup συμφωνήθηκε το 3,5% για την περίοδο μετά το 2018, η άμεση νομοθέτηση των αντίστοιχων πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων.
Συνεπώς, διαπιστώνει ο ίδιος, «πρόκειται για επιστροφή της κατηγορίας προς την ελληνική κυβέρνηση: δεν την εγκατέλειψε – λένε οι κ.κ. Obstfeld και Thomsen – το ΔΝΤ» αλλά «αυτή είναι που συμφώνησε στο Eurogroup σε ένα στόχο που είναι πρακτικά ανέφικτος χωρίς να ληφθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας που όμως θα λειτουργήσουν αντιαναπτυξιακά».
«Οι κκ. Obstfeld και Thomsen θέλουν να περιγράψουν ανοικτά, σχεδόν ωμά, το πεδίο της διαπραγμάτευσης μεταξύ ΕΕ – ΔΝΤ, κυρίως όμως μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαίων εταίρων. Και στη συνέχεια θέλουν να θέσουν καθαρά τους όρους του ΔΝΤ μετά την απόφαση του Eurogroup της 5.12.2016» εκτιμά ο κ. Βενιζέλος για να προσθέσει: «Από τα όσα παραθέτουν προκύπτει δυστυχώς η εικόνα μιας ελληνικής κυβέρνησης που δεν μετέχει ουσιαστικά σε καμία διαπραγμάτευση ούτε έχει συνεκτική και στοχευμένη επιχειρηματολογία. Μια ελληνική κυβέρνηση που απλώς περιμένει να ασκήσει πίεση το ΔΝΤ και μετά να αποφασίσουν οι ευρωπαίοι εταίροι ερήμην της Ελλάδος».
Όπως υποστηρίζει ο κ. Βενιζέλος, «στην αφετηρία αυτής της διαπραγματευτικής κακομοιριάς που εγκλωβίζει τη χώρα σε αδιέξοδα σχήματα μετά την υπαναχώρηση και τη μεγάλη βλάβη της περιόδου 2015-2016, βρίσκεται η ανόητη και αυτοκτονική για την κυβέρνηση (που συμπαρασύρει δυστυχώς την χώρα ) προσέγγιση του ζητήματος του χρέους».
Το αποτέλεσμα, καταλήγει, «είναι να χάνει και στο Eurogroup και στη σχέση με το ΔΝΤ, γιατί δυστυχώς ούτε η ευρωπαϊκή πλευρά ούτε η πλευρά του ΔΝΤ αποδέχεται τις πρακτικές επιπτώσεις της ιδιαιτερότητας του ελληνικού χρέους σε σχέση με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» και «γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί πολιτικά να αντιληφθεί ότι δημοσιονομικό περιθώριο αναπνοής μπορεί να δοθεί μόνο έναντι σοβαρών θεσμικών μεταρρυθμίσεων».