Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό, υποστήριξε ο γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων Τζον Μονκς, ενώ παράλληλα τάχθηκε υπέρ της επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους.
Ο κ. Μονκς προέβη στις δηλώσεις αυτές κατά τη διάρκεια της σημερινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλο και τον πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ Σπύρο Παπασπύρο, ενόψει του 12ου συνεδρίου της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων στην Αθήνα με θέμα: «Κινητοποίηση για την Κοινωνική Ευρώπη» οι εργασίες του οποίου ξεκινούν την ερχόμενη Δευτέρα.
Ο κ. Μονκς τάχθηκε υπέρ της επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους, σε συνεργασία με τους βασικούς πιστωτές με παράλληλη μείωση των δόσεων, χαμηλότερα επιτόκια και χαλάρωση των μέτρων λιτότητας. «Σε διαφορετική περίπτωση» είπε, «το τίμημα που θα χρειαστεί να καταβάλει η Ελλάδα θα είναι δυσβάσταχτο». Τάχθηκε ακόμη, υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου και την επιβολή κοινής ευρωπαϊκής φορολογίας στο 1% ή και στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να υπάρξει μεταφορά κεφαλαίων από τις πλεονασματικές χώρες της Ευρώπης στις ελλειμματικές. Υποστήριξε ότι οι πολιτικές που ασκούνται σήμερα οφείλονται στον πανικό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και τόνισε ότι δεν είναι μονόδρομος.
«Πρέπει να αποκαλύψουμε την μπλόφα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μονκς και πρόσθεσε ότι «όταν ξεκίνησε η τραπεζική κρίση το 2008 τα κράτη ήσαν πρόθυμα να ενισχύσουν οικονομικά τη διάσωση των τραπεζών, χωρίς ηθικούς όρους, ενώ όταν μέσω της Ελλάδας η κρίση μεταφέρθηκε στα κράτη η προθυμία δεν ήταν η ίδια και διαχύθηκε η άποψη ότι το πρόβλημα οφείλεται στις προβληματικές χώρες, οι οποίες υπήρξαν σπάταλες ή άχρηστες και άρα θα έπρεπε να τιμωρηθούν και όχι να βοηθηθούν».
Η σημερινή κρίση της Ευρώπης θα πρέπει κατά τον κ. Μονκς, να αντιμετωπισθεί με αλληλεγγύη, διότι οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό Νότο μπορεί να έχουν συνολικές επιπτώσεις στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απεκάλυψε επίσης ότι κατά τις συναντήσεις που είχαν πρόσφατα μαζί με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ στις Βρυξέλλες κατέθεσαν τις προτάσεις αυτές στον κ. Μπαρόζο. Εν συνεχεία είπε ότι «τα συνδικάτα της Ευρώπης οφείλουν να υπερασπιστούν το κοινωνικό κράτος και τόνισε με έμφαση «ότι η κοινωνική Ευρώπη δεν θα πρέπει να πληρώσει τα λάθη της οικονομικής Ευρώπης».
«Τα μέτρα που λαμβάνονται αφορούν τις χώρες που αντιμετωπίζουν σήμερα προβλήματα και αρκετοί στη βόρεια κυρίως Ευρώπη αισθάνονται ότι δεν τους αφορά, όμως αυτό είναι λάθος διότι, η μακροπρόθεσμη συμφωνία Europlus με συμπίεση του κόστους εργασίας ακόμη και για χώρες που εμφανίζουν πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια, είναι θέμα που αφορά όλους και υπάρχει ενδεχόμενο να οδηγήσει σε μείωση των αμοιβών στο σύνολο της Ευρωζώνης» κατέληξε ο κ. Μονκς.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος και της ΑΔΕΔΥ Σπύρος Παπασπύρος εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις, κάνοντας λόγο για «εκποίηση της δημόσιας περιουσίας» ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, το αποτέλεσμα δεν θα είναι σημαντικό εφόσον η χρηματιστηριακή αποτίμηση των εισηγμένων τουλάχιστον δημοσίων επιχειρήσεων δεν είναι μεγαλύτερο από 5 δισ. ευρώ.
Ο κ. Παναγόπουλος αναγνώρισε, ότι στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και μαύρης εργασίας που ενισχύεται από το μεταναστευτικό ρεύμα καθώς και δομικά προβλήματα της οικονομίας και πρόσθεσε ότι αντί για διόρθωση των στρεβλώσεων επιλέχθηκε η εύκολη λύση της οριζόντιας μείωσης των εισοδημάτων.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, ο οποίος του ζήτησε να σχολιάσει τις χθεσινές δηλώσεις του κ. Σαμαρά για τους συνδικαλιστές, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ είπε ότι κατ’ αρχήν δεν θα είχε αντίρρηση να συμφωνήσει με τον πρόεδρο της ΝΔ., πρόσθεσε όμως ότι «δεν είμαστε ιδιοκτήτες των ΔΕΚΟ, όμως ούτε ο κ. Σαμαράς ούτε τα κόμματα τα οποία λειτούργησαν σαν τσιφλικάδες των δημοσίων επιχειρήσεων, για να εξυπηρετήσουν πελατειακές σχέσεις έχουν το δικαίωμα να υποστηρίζουν την πώληση μιας δημόσιας περιουσίας η οποία όχι μόνο αποκτήθηκε με αίμα και ιδρώτα αλλά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την οικονομία και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού».
Ο κ. Παναγόπουλος υποστήριξε ότι κατά τη χθεσινή του ομιλία, ο κ. Σαμαράς επεχείρησε «να εξισώσει τους θύτες με τα θύματα. Τους φοροφυγάδες και τους αυθαιρετούντες, με τους εργαζόμενους, εκείνους που ξέπλυναν μαύρο χρήμα με τη μισθωτή εργασία. Η πρόταση του αρχηγού της ΝΔ παρέχει συναίνεση στο σκέλος των δαπανών ενώ χαρακτήρισε την πρόταση για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων σαν να βάλουμε σε μια χαλασμένη μηχανή διαφορετικής ποιότητας βενζίνη και μάλιστα ακριβότερη, όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα υπολείπεται του μέσου ευρωπαϊκού όρου κατά 50%.