Η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο μπορεί να αλλάξει την αμερικανική νομισματική πολιτική
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν τα πάει καλά με την αμερικανική κεντρική τράπεζα, ωστόσο η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο μπορεί να αλλάξει την αμερικανική νομισματική πολιτική. Ευχάριστα νέα για όσους αποταμιεύουν;
Όπως γράφει η Deutsche Welle, από τότε που ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, το 2008, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο βρίσκονται σε μόνιμο συναγερμό. Διατηρούν τα επιτόκια σε εξαιρετικά επίπεδα και πλημμυρίζουν με ρευστότητα τις αγορές, προκειμένου να τονώσουν τον πληθωρισμό και να δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη. Για πολλά χρόνια η προσπάθεια δεν φαινόταν να αποδίδει, αλλά πολλοί ευελπιστούν ότι η έλευση Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα συνοδεύεται από ένα γιγαντιαίο αναπτυξιακό πρόγραμμα, που θα πυροδοτεί άνοδο των επιτοκίων, κομίζοντας ευχάριστα νέα για καταθέτες και αποταμιευτές, ιδιαίτερα στη Γερμανία, μία χώρα που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζει με δυσπιστία την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.
Είναι γνωστό ότι η Τζάνετ Γιέλεν, επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED), διυλίζει τον κώνωπα και διαρκώς βρίσκει επαρκείς αιτίες για να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια: οι αναταράξεις στα χρηματιστήρια, η εξασθένηση των ρυθμών ανάπτυξης, η απόφαση για το Brexit, οι επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, όλα αυτά έχουν προκαλέσει καθήλωση των επιτοκίων σε λίγο-πολύ μηδενικά επίπεδα. Ωστόσο η Τζάνετ Γιέλεν φαίνεται να προετοιμάζει τη μεγάλη στροφή και μόλις την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι «καθώς η οικονομία πλησιάζει στους στόχους που είχαμε θέσει, κρίνεται πλέον σκόπιμο να μειώσουμε σταδιακά τα επίπεδα νομισματικής στήριξης». Διευκρίνισε μάλιστα ότι αναμένει «μερικές αποφάσεις για άνοδο επιτοκίων» μέσα στο 2017. Λογικό, καθώς η ανεργία παραμένει χαμηλή και ο πληθωρισμός για πρώτη φορά από το 2014 υπερβαίνει πλέον ελαφρά το 2%, δηλαδή τον πήχη που έχουν υψώσει εδώ και χρόνια οι κεντρικές τράπεζες.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν πάντως ότι η «επιστροφή του πληθωρισμού» δεν οφείλεται (τόσο) στη νομισματική ένεση των κεντρικών τραπεζών αλλά σε δύο άλλους, ιδιαίτερα σημαντικούς παράγοντες: Πρώτον, στη διαρκή άνοδο, μετά από μακροχρόνια περίοδο πτώσης, των τιμών του πετρελαίου από τις αρχές του 2016, μία εξέλιξη που προκαλεί αλυσιδωτές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, άρα και στις τελικές τιμές των προϊόντων. Δεύτερον, στον «παράγοντα Τραμπ», ο οποίος μέχρι στιγμής, διαψεύδοντας τα προγνωστικά, φαίνεται να προκαλεί εγρήγορση στην αγορά και αυξημένη ζήτηση για μετοχές και κρατικά ομόλογα. Οι επενδυτές δίνουν την εντύπωση ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, αναζητούν ρίσκα και όχι ασφαλή καταφύγια.
Ωστόσο, δεν ειναι βέβαιο ότι ο Τραμπ μπορεί να επιβάλει ακόμη και στο ίδιο του το κόμμα το αναπτυξιακό πρόγραμμα που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Άλλωστε και ο ίδιος δίνει προτεραιότητα αλλού και κυρίως στην αντιπαράθεση με πολυεθνικούς κολοσσούς ή στην επιβολή τιμωρητικών δασμών που θα περιορίζουν τις εισαγωγές. Την εμμονή του στο προεκλογικό σύνθημα «America First» την επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά στην ομιλία που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του. Άγνωστο παραμένει ακόμη, με ποιον τρόπο θα επιδιώξει να θωρακίσει την αμερικανική αγορά. «Ίσως θα πρέπει να ανησυχούμε για το δηλητηριώδες κλίμα που φαίνεται να διατηρείται στο πολιτικό περιβάλλον» προειδοποιεί ο αξιωματούχος της FED Ντένις Λόκχαρτ.
Πάντως ο τιμάριθμος ανεβαίνει. Αυτό επηρεάζει και την ευρωζώνη. Στη Γερμανία ο πληθωρισμός κυμαίνεται ήδη σε υψηλά τριετίας, καθώς έχει φτάσει στο 1,7%. Για τον καταναλωτή αυτή η εξέλιξη είναι κατ΄αρχήν αρνητική, καθώς ακριβαίνουν πολλά βασικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνονται οι αποταμιεύσεις. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, μπορεί να επιστρέψουν τα υψηλά επιτόκια, αν το αποφασίσουν οι κεντρικές τράπεζες. Στην ευρωζώνη όμως δεν αναμένεται τέτοια εξέλιξη στο άμεσο μέλλον. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωνε ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου και ο ίδιος δεν βλέπει λόγο να αναθεωρήσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί. «Ο Ντράγκι μάλλον θα εξακολουθήσει να αγοράζει χρόνο» εκτιμά ο Κρίστοφ Κουτ, αναλυτής της τράπεζας DZ Bank.
Στις ΗΠΑ πάντως, ο νέος πρόεδρος θα μπορούσε να ασκήσει πιέσεις στην κεντρική τράπεζα για υψηλότερα επιτόκια. Ήδη στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα ο Τραμπ είχε επικρίνει έντονα την επικεφαλής της FED, σε σημείο που πολλοί ανησυχούν πλέον για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, την περασμένη εβδομάδα ο Τραμπ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το «υπερβολικά ισχυρό» δολάριο, που υπονομεύει, όπως υποστηρίζει, την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας. «Κάτι τέτοιο μας σκοτώνει» είπε ο Τραμπ και πριν τελειώσει τη φράση του το δολάριο είχε υποχωρήσει κατά 0,5%. Ακολούθησε όμως μία ομιλία της Γιέλεν με υπονοούμενα για μελλοντική αύξηση επιτοκίων και το δολάριο άρχισε να ανεβαίνει και πάλι, υπερκαλύπτοντας μάλιστα την προηγούμενη πτώση του. «1-0 για τη Γιέλεν στην αντιπαράθεση με τον Τραμπ» συμπεραίνει ο Λουτς Κάρποβιτς, αναλυτής της Commerzbank.