Αλλαγές σε προτιμήσεις και επενδυτικό ρόστερ εξαιτίας της ύφεσης – Συμπεράσματα από μελέτη της ΤτΕ
Η εξαντλητική και ολέθρια παράταση της οικονομικής κρίσης έχει -μεταξύ άλλων- αποπροσανατολίσει και τις επενδύσεις των ελληνικών νοικοκυριών, που από το 2008 σταδιακά άρχισαν να διαμορφώνουν μιαν ανασταλτική στάση λόγω των φόβων και του γενικότερου κλίματος ανασφάλειας που επικρατούν εξαιτίας τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής αστάθειας.
Το φαινόμενο διακράτησης μετρητών εκτός τραπεζών και ο αυξανόμενος σκεπτικισμός στην ανάληψη επενδυτικών ρίσκων σαφέστατα δημιουργούν σημαντικό πλήγμα στην πραγματική Οικονομία, ενώ η μείωση τοποθετήσεων σε μετοχές, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια οδηγεί σε αναστολή κάθε υγιούς προγραμματισμού εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων.
Ανάλογη οπισθοχώρηση γνωρίζει και ο τομέας του real estate, και μάλιστα η τάση άρχισε να γίνεται αισθητή ήδη έξι μήνες πριν το ξέσπασμα της κρίσης, το 2008. Την πτώση, ως γνωστόν, του ενδιαφέροντος ακολούθησε η πτώση στις τιμές των ακινήτων, ενώ η υπερφορολόγηση οδήγησε σε ακόμη περισσότερη απαξία της ακίνητης περιουσίας των νεοελλήνων.
Η σύνθεση χαρτοφυλακίου νοικοκυριών στο διάστημα 2002 – 2007
Η εικόνα που παρουσίαζαν στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια είναι η εξής:
– Το 21,5% του συνόλου του ενεργητικού αφορούσε σε μετοχές
– Το 12,3% αφορούσε σε χρεόγραφα και το 8,8% σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων
– Το 48,5% αφορούσε σε καταθέσεις.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν τις προτιμήσεις των ελληνικών νοικοκυριών προς συντηρητικές μορφές επενδύσεων.
Η οικονομική κρίση έδωσε ώθηση να στραφούν οι επενδυτές σε ασφαλέστερες επενδυτικές λύσεις με υψηλό δείκτη άμεσης ρευστοποίησης (καταθέσεις), εγκαταλείποντας ραγδαία τις μετοχές, τα αμοιβαία κεφάλαια και τα χρεόγραφα. Ακόμη δε και οι καταθέσεις βαθμιαία αποτραβήχτηκαν από τα τραπεζικά γκισέ, και είτε φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό -εφόσον υπήρχε η σχετική δυνατότητα- είτε παρακρατήθηκαν στο «σεντούκι» και στο «στρώμα» μειώνοντας το ποσό του κυκλοφορούντος χρήματος.
Αναλυτικότερα, η μελέτη της ΤτΕ, απεικονίζει τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών σε τέσσερις διακριτές χρονικές στιγμές:
α) Πριν από την κρίση (συγκεκριμένα το δ’ τρίμηνο του 2007), όπου διαπιστώνεται πως οι μετοχές, τα χρεόγραφα και τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούσαν το 40,2% του συνόλου του ενεργητικού των νοικοκυριών. Οι καταθέσεις αντιπροσώπευαν το 49%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για ένα ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, γεγονός που καταδεικνύει απροθυμία ανάληψης κινδύνου εκ μέρους των ελληνικών νοικοκυριών που ευνοεί ασφαλή επενδυτικά προϊόντα με δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης. Το μερίδιο του νομίσματος σε κυκλοφορία ήταν αμελητέο (3,2%).
β) Κατά την όξυνση της κρίσης με αποκορύφωμα το β’ τρίμηνο του 2012, οπότε η οικονομική αβεβαιότητα αύξησε τη ροπή των νοικοκυριών προς αποθησαυρισμό. Ως αποτέλεσμα, το μεν μερίδιο των μετρητών αυξήθηκε σημαντικά, από 3,2% που ήταν πριν από την έναρξη της κρίσης σε 17,6% του συνόλου του ενεργητικού των νοικοκυριών, ενώ το δε μερίδιο των καταθέσεων, αυξήθηκε από 49,0% σε 59,7%. Η αύξηση αυτή συντελέσθηκε εις βάρος κυρίως του μεριδίου των μετοχών, που περιορίστηκε σημαντικά, στο 3,9% από 26,9%, και των χρεογράφων, που υποχώρησαν στο 6,3% από 8,3%.
γ) Το α’ τρίμηνο του 2014 η εικόνα της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών μοιάζει με αυτήν προ της κρίσης αναφορικά με τις κατηγορίες των μετοχών (26,7% στο σύνολο του χαρτοφυλακίου) και των καταθέσεων (49,3%). Η διαφορά έγκειται κυρίως στο αυξημένο μερίδιο του νομίσματος σε κυκλοφορία (10,3% από 3,2%) και στο μειωμένο μερίδιο των χρεογράφων (1,4% από 8,3%) επί του συνόλου του χαρτοφυλακίου συγκριτικά με τα προ κρίσης μερίδια.
δ) Η πρόσφατη εικόνα του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών (α’ τρίμηνο του 2016) αποτυπώνεται στην εκ νέου αύξηση του μεριδίου διακράτησης μετρητών στο 17,1% από 10,3% το α’ τρίμηνο του 2014 και στη μείωση του μεριδίου των μετοχών στο 18,1% από 26,7%. Το μερίδιο των καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2014.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της ΤτΕ και για τις επενδύσεις των νοικοκυριών σε πάγιο κεφάλαιο (δηλαδή κατά κύριο λόγο κατοικίες). Οι επενδύσεις αυτές είχαν σημαντικό μέγεθος στο σύνολο των επενδύσεων των νοικοκυριών προ κρίσης, όπως επίσης και οι επενδύσεις τους σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, από το α’ τρίμηνο του 2006 μέχρι το α’ τρίμηνο του 2016.
Όπως διαπιστώνεται, τα νοικοκυριά άρχισαν να μειώνουν τις επενδύσεις σε κατοικίες από το α’ τρίμηνο του 2008, δηλαδή μισό χρόνο νωρίτερα από το διάστημα στο οποίο ξεκίνησαν να υποχωρούν οι τιμές των ακινήτων. Μετέπειτα, ακολουθώντας την τάση συνεχούς συρρίκνωσης των τιμών των ακινήτων, περιορίζεται σημαντικά η επένδυση σε αυτά.
Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις των νοικοκυριών σε κατοικίες περιορίζονται σε 1,2 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2016 από 8,1 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2008, με βάση τον κινητό μέσο όρο τεσσάρων τριμήνων.
Όσο για τη μείωση των επενδύσεων των νοικοκυριών σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, έλαβε χώρα από το γ’ τρίμηνο του 2007 και εντάθηκε από το α’ τρίμηνο του 2009, καθώς αυξήθηκε σημαντικά η ανεργία και μειώθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Το διάστημα πριν από το 2009 οι καταθέσεις αποτελούσαν το σημαντικότερο μέρος των επενδυτικών προτιμήσεων των νοικοκυριών, γεγονός που δείχνει επιφυλακτικότητα και μικρό βαθμό ανοχής απέναντι σε επισφαλή επενδυτικά προϊόντα.
Κατόπιν, σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων, με την ανάληψη αντίστοιχου κινδύνου, ακολουθούσαν οι τοποθετήσεις σε μετοχές και, σε μικρότερο βαθμό, σε χρεόγραφα. Οι επενδύσεις σε τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά ήταν ελάχιστες, όπως και η διακράτηση μετρητών από τα νοικοκυριά.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι, ακόμη και την περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης της χώρας (2004-2007), παρατηρούνταν αποεπένδυση εκ μέρους των νοικοκυριών σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς οι αποδόσεις τους δεν κρίνονταν ελκυστικές.
Η παραπάνω εικόνα άλλαξε σημαντικά μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οπότε τα νοικοκυριά, εμφανώς ήδη από τις αρχές του 2010, απέσυραν καταθέσεις και αύξαναν τη διακράτηση μετρητών (νομίσματος σε κυκλοφορία) λόγω του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος και της αυξημένης οικονομικής αβεβαιότητας. Παράλληλα, περιόρισαν δραστικά τις καθαρές τοποθετήσεις τους σε μετοχές και χρεόγραφα, ενώ σχεδόν εκμηδένισαν αυτές που αφορούν ασφαλιστικά προϊόντα.
Η έντονη στροφή των νοικοκυριών σε πιο ασφαλείς επενδύσεις ενδεχομένως αντανακλά, εκτός από τη μικρότερη επιθυμία για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου υπό συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας, και την ανάγκη αντιστάθμισης των επισφαλών επενδυτικών προϊόντων που ήδη κατείχαν στο χαρτοφυλάκιό τους.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015, ως συνέπεια της αύξησης της οικονομικής αβεβαιότητας λόγω των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, παρατηρήθηκαν μεγάλες εκροές καταθέσεων εκ μέρους των νοικοκυριών, αύξηση της διακράτησης μετρητών (αποθησαυρισμός) και τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια εξωτερικού (κυρίως διαχείρισης διαθεσίμων σε ευρώ). Η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στις 28 Ιουνίου 2015 ανέκοψε τον αποθησαυρισμό και τις μεγάλες εκροές καταθέσεων εκ μέρους των νοικοκυριών.