Ενόψει Brexit
Την εικόνα του επιχειρηματικού κόσμου της Βρετανίας για τις επιπτώσεις της ψήφου υπέρ του Brexit αποτυπώνει έρευνα της Ipsos Mori.
Η βρετανική οικονομία έχει καταγράψει ισχυρότερες των αναμενόμενων επιδόσεις μετά την ψήφο υπέρ του Brexit τον περασμένο Ιούνιο. Ωστόσο, η έρευνα της Ipsos Mori, με δείγμα περισσότερες από 100 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, έδειξε ότι το 58% πιστεύει ότι η ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ είχε επιπτώσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων απάντησαν ότι είχαν ήδη λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όπως την εκπόνηση σχεδίων εκτάκτου ανάγκης και την ανάλυση των επιπτώσεων από τις διαφορετικές σχέσεις που θα μπορούσε να έχει η Βρετανία με την ΕΕ μετά την επαναδιαπραγμάτευσή τους.
Από αυτές τις εταιρίες που λαμβάνουν μέτρα, το 10% απάντησε ότι μεταφέρουν τις δραστηριότητες εκτός της Βρετανίας.
«Η ετήσια έρευνα των επικεφαλής των επιχειρήσεων του FTSE 500 δίνει μια μοναδική εικόνα για το τι πιστεύει ο επιχειρηματικός κόσμος ενόψει του Brexit», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Ipsos Mori Μπεν Πέιτζ.
«Δυστυχώς, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις σε αυτή τη χώρα ήδη νιώθουν τον αντίκτυπο από την οικονομική αναταραχή της αποχώρησης από την ΕΕ».
Τα υψηλόβαθμα στελέχη των βρετανικών επιχειρήσεων ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ πριν το δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας ότι η πρόσβαση στην ενιαία αγορά των 500 εκατ. ανθρώπων θα τους δώσει τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις εταιρίες τους και την οικονομία στο μέλλον.
Ωστόσο, η έρευνα αποτύπωσε μια πιο θετική απάντηση στην ερώτηση για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στις επιχειρήσεις, με σχεδόν όλους τους συμμετέχοντες να εκφράζουν την πεποίθηση ότι θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στο Brexit.
«Το 32% των ερωτηθέντων είπαν ότι πιστεύουν πως η επιχείρησή του θα αρχίσει να νιώθει τις θετικές επιπτώσεις της αποχώρησης από την ΕΕ σε πέντε χρόνια», δήλωσε ο Πέιτζ. «Και ο αριθμός των επικεφαλής των επιχειρήσεων που πιστεύουν ότι θα παραμείνει αρνητικός ο αντίκτυπος μειώθηκε στο 45%, κοιτάζοντας κανείς τη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη».