Τριγμοί στο ευρωπαϊκό «οικοδόμημα» και αποσχιστικές τάσεις πανικοβάλλουν τις Αγορές
Σε κλίμα ανησυχιών για το μέλλον της Ένωσης παρακολουθεί η Ευρώπη τις διεργασίες για την εκκίνηση της διαδικασίας εξόδου της Βρετανίας, λίγους μήνες πριν τις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις σε Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία. Τόσο το πολιτικό όσο και το οικονομικό τοπίο παραμένουν θολά, με έξαρση του ευρωσκεπτικισμού, της ακροδεξιάς και του διχαστικού κλίματος, και με τις διεθνείς Αγορές να φοβούνται πως αργά ή γρήγορα θα ανέλθουν στην επιφάνεια όλα όσα υπονομεύουν το ευρωπαϊκό «οικοδόμημα».
Οι Ολλανδοί καλούνται στις κάλπες, στις 15 Μαρτίου, προκειμένου να αναδείξουν νέα κυβέρνηση. Το πλέον ανησυχητικό είναι το προβάδισμα που δίνουν οι μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις στο ακροδεξιό κόμμα του Γκέερτ Βίλντερς, χωρίς αυτοδυναμία, ικανό ωστόσο να επηρεάσει τις πολιτικές ισορροπίες με το ποσοστό που αναμένεται να λάβει.
Ακλουθούν οι προεδρικές εκλογές στην Γαλλία, στις 23 Απριλίου, όπου η επίσης ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο έχουν -προς ώρας- το προβάδισμα, στον πρώτο γύρο, αλλά με τον Μακρόν να επιβάλεται στον δεύτερο.
Στις 24 Σεπτεμβρίου, Άνγκελα έρκελ και Μάρτιν Σουλτς διασταυρώνουν τα ξίφη τους για την καγκελαρία, υπό την σκιά του ακροδεξιού κόμματος AfD που αναπτερώνει τις τάξεις του ευρωσκεπτικισμού και της ξενοφοβίας, έχοντας εξασφαλίσει εκπροσώπηση σε 10 κρατίδια (από το σύνολο των 16 κρατιδίων) και με στόχο την είσοδο στην γερμανική Βουλή (Bundestag). Υπενθυμίζεται πως την είσοδο είχε οριακά χάσει στις εκλογές του 2013.
Η διαρκώς ανερχόμενη ευρωπαϊκή Ακροδεξιά επιζητεί την αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμό και επιδιώκει την έξοδο των χωρών από την Ένωση. Ακόμη περισσότερο, κατηγορεί την παγκοσμιοποίηση για όλα τα κοινωνικά και οικονομικά δεινά των λαών, υπόσχεται κλείσιμο των συνόρων και εγκατάλειψη των ανοιχτών Αγορών –κάτι που όσο πιο ακραία εκφράζεται τόσο περισσότερο σαγηνεύει τους ψηφοφόρους.
Το brexit
Από την άλλη, η έξοδος της Βρετανίας έρχεται να προστεθεί στον «πονοκέφαλο» του ευρωσκεπτικισμού, με την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Κοινοβουλίου για την έναρξη των διαδικασιών. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου θα ενεργοποιηθεί το άρθρο 50 και θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες.
Η έξοδος σηματοδοτεί την κατάργηση ορισμένων κεκτημένων, όπως για παράδειγμα την ελέυθερη μετακίνηση και εγκατάσταση Ευρωπαίων σε βρετανικό έδαφος, αλλά η κατάσταση που θα διαμορφωθεί είναι ακόμη αδύνατον να καθοριστεί, καθώς οι υπόλοιπες χώρες – μέλη της Ένωσης έχουν εξατομικευμένες σχέσεις με το Λονδίνο, οπότε δεν αναμένεται να τηρηθεί μία ενιαία στάση έναντι της αποχωρούσης Βρετανίας.
Για τον λόγο αυτόν και η ανησυχία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, όπως την εξέφρασε τις προάλλες στην γερμανική ραδιοφωνία (Deutschlandfunk), σχετικά με την δυνατότητα μια ομόψυχης στάσης των Ευρωπαίων έναντι των Βρετανών.
Οι προεδρικές εκλογές της Γαλλίας
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος, η Γαλλία δεν διατρέχει κίνδυνο εξόδου από την ευρωπαϊκή «οικογένεια». Άλλωστε ουδείς πιστεύει στην τελική επικράτηση της Μαρίν Λεπέν, στον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου. Πολλές επενδυτικές τράπεζες αλλωστε, όπως οι Barclays και UniCredit, θεωρούν πως ακόμη κι αν συμβεί αυτό, η Ακροδεξιά θα «κοπεί» στις επικείμενες γενικές εκλογές τον Ιούνιο.
Με το σκεπτικό αυτό η Γαλλία, θεωρούν, δεν διατρέχει το κίνδυνο να ανατινάξει το ευρωπαϊκό «οικοδόμημα» στον αέρα, καθώς η Λεπέν δεν αναμένεται να αποκτήσει την ικανή εκείνη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ώστε να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και –ακόμη χειρότερα- από την Ένωση.
Ωστόσο, όπως παρατηρούν αναλυτές της Commerzbank, ο φόβος και μόνον «σέρνει» τα κεφάλαια εκτός χώρας, δίνοντας το «κακό» παράδειγμα και στην γειτονική Ιταλία. «Νίκη Λεπέν στις προεδρικές εκλογές πιθανότατα θα οδηγήσει σε Frexit. Και χωρίς τη Γαλλία η υπόλοιπη Ευρωζώνη μάλλον δεν θα επιβιώσει», αναφέρει οικονομολόγος της Commerzbank.
Παρ’ όλα αυτά, μια νίκη της ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου δεν θα πρέπει να «μεταφράζεται» αυτομάτως σε Frexit. «Μια έξοδος θα ήταν μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία», καθώς θα προϋπέθετε τροποποίηση του Συντάγματος, προσθέτει αναλυτής της Credit Agricole η οποία εκτιμά στο 35% τις πιθανότητες να επικρατήσει η Λεπέν στον δεύτερο γύρο.
Μικρές πιθανότητες εκλογής της Λεπέν εκτιμά και ο Φρανσουά Καμπό, οικονομολόγος της Barclays. «Σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδόν απίθανο το κόμμα της να καταφέρει απόλυτη πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή στις γενικές εκλογές του Ιουνίου. Άρα δεν θα είναι σε θέση να κυβερνήσει ακολουθώντας αυστηρά το μανιφέστο της», επεξηγεί ο κ. Καμπό.
Για τον Έρικ Νίλσεν, chief economist της UniCredit, είναι πολύ μικρό το ρίσκο αποχώρησης της Γαλλίας από την Ευρωζώνη, καθώς η κ. Λεπέν έχει μικρές πιθανότητες να εξασφαλίσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και «υπάρχει ακόμη η πλειονότητα υπέρ της ζώνης του ευρώ» καταλήγει.
Ανησυχία Λαγκάρντ
Ενδεικτικές των φόβων για την Ε.Ε. είναι οι δηλώσεις της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. «Ανησυχώ αρκετά, όπως και όλοι μας, για ορισμένες από τις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη», δήλωσε η Γαλλίδα αξιωματούχος από το βήμα διεθνούς συνεδρίου στο Ντουμπάι. Όπως αναφέρει η Ναυτεμπορική, αν και απέφυγε να διευκρινίσει εάν είναι οι πολιτικές εξελίξεις στη γενέτειρά της που την προβληματίζουν ή οι κάλπες σε άλλες χώρες, η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίζει να προχωρά ενωμένη.
Κληθείσα να σχολιάσει τις επίμονες διαφωνίες μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους ή άλλων μεγάλων θεμάτων, όπως η προσφυγική κρίση, η κ. Λαγκάρντ σημείωσε πως παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις και καθυστερήσεις, η Ευρώπη βρίσκει λύσεις. Υπενθύμισε δε πως χώρες που είχαν βρεθεί στη δίνη της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, έχουν σήμερα πλέον ανακάμψει. Παραδέχθηκε, ωστόσο, πως απαιτούνται περισσότερα βήματα. «Μένουν ακόμη πολλά να γίνουν, δεν υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού», σημείωσε.
Die Welt: Ορατός ο κίνδυνος διάσπασης της Ευρώπης
Η γερμανική εφημερίδα σε άρθρο της αναλύει τους λόγους για τους οποίους ο κίνδυνος διάσπασης της ΕΕ είναι σήμερα περισσότερο ορατός από ποτέ.
Από το αδύναμο ευρώ και την πολιτική μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ οφελούνται εκείνες μόνον οι χώρες, των οποίων η οικονομία ανθεί. Οι χρεωμένες χώρες αντίθετα μένουν απ’ έξω και το χάσμα μεταξύ του ευημερούντος Βορρά και του υπερχρεωμένου Νότου μεγαλώνει, γράφει η εφημερίδα.
Εν όσω η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία κάνει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δεν καταφέρνουν να μετατρέψουν το αδύναμο ευρώ σε οικονομικές επιτυχίες στο εξωτερικό τους εμπόριο. Έτσι το ελληνικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών συνεχίζει να παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Και η Ιταλία όμως συνεχίζει να χάνει μερίδια αγοράς. Ακόμα και η Γαλλία δεν παίζει κανέναν μεγάλο ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο. Το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά ανέρχεται μόνο σε 3,1%, τρομακτικά λίγο σε σύγκριση με το γερμανικό ποσοστό, το οποίο ανέρχεται σε 8,1%.
Σε αντίθεση με τη Γερμανία, οι Γάλλοι, οι Έλληνες και οι Ιταλοί εισάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυτών των χωρών έχει χειροτερέψει, ως προς τη Γερμανία. Η πολιτική της ΕΚΤ δεν οδήγησε στην εξάλειψη των ανταγωνιστικών αδυναμιών.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEP), παρά την τρομακτική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τα πολυάριθμα προγράμματα βοήθειας, ο συναγερμός δεν έχει λήξει ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ιταλία και την Πορτογαλία ή την Κύπρο.
Η Ελλάδα, κατά την άποψη της δεξαμενής σκέψης του Φράιμπουργκ, είναι μια χαμένη υπόθεση. Εξόχως ανησυχητικά είναι τα στοιχεία όμως και για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, την Ιταλία.
Η απόκλιση της ανάπτυξης των οικονομιών της Ευρωζώνης αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη των εθνικών ελλειμμάτων. Ενώ η Γερμανία καταγράφει για τρίτη συνεχή φορά πλεόνασμα, οι χώρες της νότιας Ευρώπης παρουσιάζουν συνεχώς ελλείμματα. Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση στον Βορρά. Η Ολλανδία και η Αυστρία μειώνουν επίσης τα ελλείμματά τους. Το Λουξεμβούργο και οι βαλτικές χώρες δεν είχαν ποτέ πρόβλημα ελλειμμάτων.
Έτσι και η κατάσταση των προϋπολογισμών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διάσπαση της Ευρώπης γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Επομένως, μειώνονται οι πιθανότητες κάποτε οι χώρες της Ευρωζώνης να σταθεροποιηθούν ξανά οικονομικά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μερικές θετικές εξελίξεις και η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι θετικά παραδείγματα.
Εν τούτοις η επιθετική νομισματική πολιτική του Μάριο Ντράγκι αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο χρόνος τελειώνει για τις κυβερνήσεις της Ρώμης, του Παρισιού και της Αθήνας, σημειώνει ο αρθρογράφος.