Συμφωνία εντός Μαρτίου – Να μην χαθεί και το 2017
Την επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση εντός Μαρτίου, προκειμένου να μην χαθεί οικονομικά ακόμη ένας χρόνος υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο εβδομαδιαίο του δελτίο για την ελληνική οικονομία.
Η κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup της 20/2/2017 για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών και της κυβέρνησης, αποτελεί θετική εξέλιξη και δικαιολογεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, χωρίς όμως να απελευθερώνει την αγορά από τα δεσμά της αβεβαιότητας, σημειώνει ο ΣΕΒ. Όπως μάλιστα εκτιμά, οι διαπραγματεύσεις αυτές πρέπει να καταλήξουν γρήγορα και σίγουρα εντός του Μαρτίου, αν θέλουμε να μη χαθεί οικονομικά άλλος ένας χρόνος, και να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα ικανό να οδηγήσει την χώρα στην ανάκαμψη και τις αγορές.
Κατά τον ΣΕΒ, οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση ισοδυναμούν, σε τελική ανάλυση, με βαθύτερη λιτότητα. Η μείωση της υπερφορολόγησης θα πρέπει να διευθετηθεί άμεσα και όχι το 2019 όπως διαδίδεται, αλλιώς θα είναι δώρο άδωρο για την «ασθμαίνουσα» ελληνική επιχείρηση.
Η ελληνική οικονομία απαιτεί λύσεις εδώ και τώρα, ανεξαρτήτως μικροπολιτικών συμφερόντων και τακτικισμών, ελληνικών και ξένων, επισημαίνει ο Σύνδεσμος. Το χάσμα εμπιστοσύνης που χωρίζει τους Θεσμούς μεταξύ τους και εν συνεχεία με τη χώρα μας μεταθέτει τη λήψη δύσκολων αλλά ζωτικών για την οικονομία αποφάσεων στο μέλλον, με αποτέλεσμα η ανάκαμψη να καθυστερεί, οι πολίτες να χάνουν την πίστη τους στα προγράμματα που εφαρμόζονται και οι επενδυτές να αναβάλλουν τις επενδύσεις τους σε μια οικονομία που βρίσκεται μονίμως υπό τον κίνδυνο Grexit.
Η ελληνική επιχείρηση, σημειώνει ο ΣΕΒ, μετά από επτά χρόνια μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής προσαρμογής, εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα σε ένα εχθρικό για την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας (πότε θα έλθει η ανάκαμψη, πότε θα κλείσει η εκάστοτε αξιολόγηση), η μεγάλη υπερφορολόγηση (υψηλή τιμή ενέργειας, υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, υψηλή φορολογία επιχειρηματικών κερδών και εργασίας εξειδικευμένων στελεχών, η διευρυνόμενη φοροδιαφυγή λόγω υψηλών φορολογικών συντελεστών), και, η μεγάλη αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα (υψηλά πραγματικά επιτόκια, ασταθής καταθετική βάση, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, μεγάλο ύψος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με ανεπάρκεια θεσμικού πλαισίου για την ταχεία μείωση τους), όλα μαζί διαμορφώνουν ένα οικονομικό ναρκοπέδιο. Έτσι, αποθαρρύνονται οι επιχειρηματίες και τα εξειδικευμένα στελέχη, και ωθούνται σε αναζήτηση ανορθόδοξων, η/και εν πολλοίς παράνομων τρόπων, για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, εφόσον επιλέξουν να συνεχίσουν να δημιουργούν στην χώρα τους.