Αναπροσαρμογή φορολογικής κλίμακας και μειώσεις φόρου εισοδήματος ως αντιστάθμισμα στο «ψαλίδισμα» του αφορολογήτου
Tα πρώτα «αντίμετρα» σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ως αντίβαρο στην απαιτούμενη από τους δανειστές μείωση του αφορολογήτου ορίου, με στόχο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα να παραμείνει ανεπηρέαστο.
Συγκεκριμένα, το ΥΠΟΙΚ σκέφτεται την μείωση των συντελεστών φορολόγησης και ίσως την αναπροσαρμογή της κλίμακας φόρου εισοδήματος, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι Θεσμοί θα συμφωνήσουν. Ως εκ τούτου, το αμέσως επόμενο διάστημα κρίνεται πολύ σημαντικό για την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με πηγές από το Υπουργείο Οικονομικών, την μείωση του αφορολογήτου περίπου κατά 50% θα πρέπει να ακολουθήσει μια «γενναία» αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας, ώστε να μην θιγούν οι χημαηλών και μεσαίων εισοδημάτων φορολογούμενοι. Σε περίπτωση συμφωνίας, κλείνει το ζήτημα των δημοσιονομικών που κατά κύριο λόγο εμποδίζει την πορεία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης.
Το σχέδιο προβλέπει είτε μείωση αφορολογήτου από το 2019 είτε από το 2018 σε δύο δόσεις. Πάντως το σενάριο που επικρατεί θέλει μείωση αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ, όπως απαιτεί το ΔΝΤ, αλλά σε περίπτωση που η μείωση έκπτωσης φόρου αγγίξει το 50% το αφορολόγητο προφανώς θα βρεθεί στην περιοχή των 5.000 – 5.500 ευρώ.
Σημειώνεται ότι σήμερα το αφορολόγητο για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες κυμαίνεται από 8.636 έως 9.545 ευρώ. Ακόμη και στην περίπτωση της μικρής μείωσης, αυτήν δηλαδή των 5.900 ευρώ, το αποτέλεσμα θα πλήξει περίπου το 49% των μισθωτών και συνταξιούχων που σήμερα παραμένουν αφορολόγητοι. Οι επιβαρύνσεις για αυτές τις ομάδες θα ξεκινούν από τα 22 ευρώ, για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα μέχρι 6.000 ευρώ, και θα φτάνουν τα 602 ευρώ, για όσους δηλώνουν από 8.700 ευρώ και άνω.
Προκειμένου λοιπόν να κατευνάσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις, το οικονομικό επιτελείο έχει γνωστοποιήσει στους Θεσμούς την μείωση του αρχικού συντελεστή φορολόγησης από το 22% είτε στο 19% είτε ακόμη και στο 15%, καθώς και ταυτόχρονη μείωση των υπόλοιπων φορολογικών συντελεστών από 3 έως 5 ποσοστιαίες μονάδες. Σε κάθε περίπτωση, το συνδυαστικό πακέτο μέτρων – αντιμέτρων η κυβέρνηση φιλοδοξεί σε μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο το ΔΝΤ απαιτεί ταυτόχρονα τρεις επιπλέον μειώσεις:
– Μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
– Μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος στο 15% με 20%.
– Μείωση κατά μία μονάδα του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 23%.
Με βάση τις μελέτες των παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών στην περίπτωση που ο κατώτατος συντελεστής, από το 22% που ισχύει για εισοδήματα έως και 20.000 ευρώ, υποχωρήσει στο 19% ή στην καλύτερη περίπτωση στο 15%, τότε οι υπόλοιποι συντελεστές θα διαμορφωθούν ως εξής:
– Ο συντελεστής 29% που ισχύει για εισοδήματα από 20.001 – 30.000 ευρώ θα υποχωρήσει είτε στο 26% είτε στο 24%.
– Ο συντελεστής 37% για το κλιμάκιο από 30.001 έως 40.000 ευρώ θα «πέσει» στο 34% ή στο 32%.
– Ο υψηλός συντελεστής 45% για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ θα μειωθεί στο 42% ή στο 40%.
Με βάση το «χειρότερο» σενάριο της μείωσης των συντελεστών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, οι επιβαρύνσεις για όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ θα ξεπερνούν τα 750 ευρώ σε ετήσια βάση, για εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ θα φθάνουν τα 450 ευρώ, ενώ όσοι δηλώνουν πάνω από 40.000 ευρώ υπολογίζεται ότι θα είναι οι «τυχεροί» του νέου συστήματος.
Επισημαίνεται πάντως ότι τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, εκτός από τα σενάρια που επεξεργάζονται με τη διαφοροποίηση και των εισοδηματικών κλιμακίων, μελετούν και τυχόν αναπροσαρμογή των συντελεστών σε άλλες περιπτώσεις κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και σε άλλες κατά πέντε.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση, εκτός από τα σχέδια για το αφορολόγητο και τη φορολογική κλίμακα, έχει θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων με τους δανειστές και μια σειρά άλλων αντιμέτρων, με στόχο την ενίσχυση πρωτίστως των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων:
– Μείωση κατά 35%-40% του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος θα αντικατασταθεί από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, που θα πλήττει κυρίως τους έχοντες συνδυαστικά υψηλά εισοδήματα και μεγάλη περιουσία.
– Μείωση του ΦΠΑ στα τιμολόγια της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου από το 13% στο 6%.
– Μείωση του ΦΠΑ για τις υπηρεσίες δημόσιων και ιδιωτικών μεταφορών από το 24% στο 13%.
– Μείωση του ΦΠΑ των βασικών συσκευασμένων και μεταποιημένων ειδών διατροφής και της εστίασης από το 24% στο 13%.
Ωστόσο οι δανειστές είναι βέβαιο ότι δεν θα δεχθούν όλα αυτά τα αντίμετρα ταυτοχρόνως, καθώς φοβούνται σημαντική υστέρηση στα δημόσια έσοδα και, παρά την τόνωση της αναπτυξιακής προσπάθειας, τελική απόκλιση από τους συμφωνηθέντες στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα στην επόμενη πενταετία.