Ο πρωτογενής τομέας δεν είναι «πλέον παίκτης του πάγκου, αλλά εντάχθηκε στη βασική ενδεκάδα», τόνισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βαγγέλης Αποστόλου, από το βήμα του 3ου Συνεδρίου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economist, που πραγματοποιήθηκε, σήμερα, στη Θεσσαλονίκη.
Η ανάπτυξη της Ελλάδας, πρόσθεσε ο υπουργός, στηρίζεται σ’ αυτόν τον τομέα, κάτι που έχουν συνειδητοποιήσει τόσο η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες όσο και οι επενδυτές και οι παραγωγοί. «Η συνειδητοποίηση αυτή από το σύνολο των εμπλεκομένων είναι και το πιο ενθαρρυντικό σημάδι για το τι μέλλει γενέσθαι στο άμεσο μέλλον», υπογράμμισε.
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο κ. Αποστόλου επισήμανε ότι οι ανάγκες σε ενέργεια είναι ένα από τα πρώτα ζητήματα στην παραγωγή. Διευκρίνισε, δε, ότι στον τομέα αυτό -ιδιαίτερα στη φυτική παραγωγή- το κόστος αγγίζει το 60% του συνολικού κόστους παραγωγής.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο πρόγραμμα Νet Μetering, με το οποίο, όπως τόνισε, οι αγρότες μπαίνουν στον συμψηφισμό ενέργειας. «Δηλαδή, να μπορεί να εγκαταστήσει (ο αγρότης) ένα φωτοβολταϊκό σύστημα και η ενέργεια που θα παράγει να συμψηφίζεται με αυτήν της κατανάλωσης», σημείωσε ο υπουργός και εξήγησε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το συγκεκριμένο μέτρο θα προκηρυχθεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2017 και θα ενταχθεί σε σχέδια βελτίωσης. «Θα δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις συμπράξεις», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι θα αφορά και σε κάλυψη δαπανών στο 100%.
Για την ελληνική κτηνοτροφία, ο κ. Αποστόλου σημείωσε -μεταξύ άλλων- ότι το κόστος των ζωοτροφών ανέρχεται στο 75% του κόστους παραγωγής και πρόσθεσε πως η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε ήδη στη ρύθμιση των βοσκήσιμων γαιών, με την οποία αντιμετωπίζονται ζητήματα, όπως η διαχείριση 79 εκατ. στρεμμάτων δασικών εκτάσεων που σήμερα χρησιμοποιούνται ως τόποι βοσκής, η επιλεξιμότητα για τις ενισχύσεις και η χρήση των δικαιωμάτων βοσκής από τους κτηνοτρόφους.
«Θέλουμε να εκμεταλλευτούμε τις βοσκές που παράγουν αυτές οι εκτάσεις• με την αειφορική τους διαχείριση τις κατανέμουμε σε επιμέρους λιβαδικές μονάδες, οι οποίες θα κατανεμηθούν στη συνέχεια στους κτηνοτρόφους, ώστε κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση να έχει τη δική της λιβαδική μονάδα», υπογράμμισε ο υπουργός.
Σημείωσε ακόμη πως «δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί, όταν πληρώνουμε πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για εισαγωγή σόγιας» και επισήμανε ότι η κυβέρνηση επιχειρεί μια «μεγάλη παρέμβαση στο κόστος παραγωγής της κτηνοτροφίας και υλοποίηση οραματικής πολιτικής στην οργάνωση της αιγοπροβατοτροφίας».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Αποστόλου σημείωσε ότι εντός των επόμενων ημερών τίθεται σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρόταση- «σταθμός για τη ρευστότητα και τις ελληνοποιήσεις, την υποχρεωτική επισήμανση προέλευσης για το γάλα, τόσο στις συσκευασίες γάλακτος όσο και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά και για τα προϊόντα κρέατος, για τα οποία παρότι υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση δεν φτάνει μέχρι το καταναλωτή».
Ο κ. Αποστόλου μίλησε και για τη θέσπιση του εργόσημου για τους εργάτες γης, που είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία μετανάστες, τονίζοντας ότι η εφαρμογή αυτή θα επεκταθεί και στην οικογενειακή εργασία και έτσι η δαπάνη θα υπολογίζεται στο κόστος των εισροών και θα μειώνει το φορολογητέο εισόδημα.
Για το φορολογικό και το ασφαλιστικό, δύο θέματα που αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων, ο κ. Αποστόλου είπε: «Η παρέμβασή μας με την καθιέρωση αφορολόγητου και εθνικής σύνταξης αποτελούν κατακτήσεις για τον αγροτικό χώρο. Τονίζω για μια ακόμη φορά προς τους αγρότες: Φυλάξτε το ως κόρη οφθαλμού».
Ο υπουργός έκανε, επίσης, αναφορά στην ομιλία του στη θεσμοθέτηση των πληρωμών για τα ευπαθή προϊόντα, «χωρίς παραθυράκια εξαιρέσεων, στις 30-60 ημέρες», στην κάρτα αγρότη και στην επαναφορά του θεσμού των αγροτικών συμβούλων, μέσω του οποίου θα δημιουργηθούν 300 δομές πανελλαδικά και θα απασχοληθούν πάνω από 1.000 γεωτεχνικοί. Μεταξύ άλλων, ο κ. Αποστόλου ζήτησε καινοτομία και συνέργιες, όχι μόνο μεταξύ εμπόρων και εξαγωγέων, παραγωγών και κράτους, αλλά και μεταξύ κυβέρνησης και υπουργείων.