Η ικανότητα του τραπεζικού τομέα να υποστηρίξει πλήρως την ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης περιορίζεται λόγω της χαμηλής κερδοφορίας του, αναφέρει ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, προλογίζοντας την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα το 2016.
«Πλεονάζον δυναμικό, αναποτελεσματικοί χειρισμοί και προβληματικά στοιχεία ενεργητικού που παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών συμβάλλουν στη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών», σημειώνει ο κεντρικός τραπεζίτης, προσθέτοντας: «Εναπόκειται στις ίδιες τις τράπεζες να βρουν ενδεδειγμένους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων, και μάλιστα σύντομα, προς όφελος μιας ισχυρής ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ».
Ο Ντράγκι τονίζει, πάντως, ότι τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν γίνει ανθεκτικότερες όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τη μόχλευση, την άντληση ρευστότητας και την ανάληψη κινδύνων.
«Ως εκ τούτου, μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στην οικονομική κρίση που έπληξε τις αναδυόμενες αγορές, στην κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και στις άμεσες συνέπειες του Brexit», σημειώνει, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τονίζει, επίσης, την ανάγκη ενός ισχυρού ρυθμιστικού πλαισίου και εποπτείας των τραπεζών. «Όπως μας δίδαξε η κρίση, η ισχυρή κανονιστική ρύθμιση και η αποτελεσματική εποπτεία αποτελούν θεμελιώδη συστατικά για έναν σταθερό τραπεζικό τομέα», αναφέρει και προσθέτει: «Πράγματι, η υπερβολική χαλάρωση του κανονιστικού πλαισίου ήταν μια από τις αιτίες που προκάλεσαν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Συνεπώς, οι ισχυρότεροι κανόνες για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και η καλύτερη εποπτεία υπηρετούν τον στόχο της ανάπτυξης. Και έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον Νοέμβριο του 2014 δημιουργήθηκε η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Αποτέλεσε βήμα αποφασιστικής σημασίας και έθεσε τα θεμέλια για έναν σταθερότερο τραπεζικό τομέα και μια πιο ενοποιημένη Ευρώπη».
Η Νουί για τα «κόκκινα» δάνεια
Σε εισαγωγική συνέντευξή της στην έκθεση, η επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ Ντανιέλ Νουί ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) παραμένουν σημαντικό ζήτημα στην Ευρώπη, αν και τόσο οι τράπεζες όσο και οι φορείς εποπτείας έχουν ήδη πραγματοποιήσει αξιόλογη πρόοδο. «Είναι σαν βαρίδια στους ισολογισμούς των τραπεζών: περιορίζουν τα κέρδη, αλλά και τη δυνατότητα των τραπεζών να παρέχουν χρηματοδότηση στην οικονομία», τόνισε. «Το έγγραφο κατευθύνσεων που καταρτίσαμε», πρόσθεσε, «θα βοηθήσει τις τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους. Προωθεί μια ομοιόμορφη προσέγγιση όσον αφορά τις λύσεις ρύθμισης των ΜΕΔ, τη λογιστική τους απεικόνιση, την κάλυψη από προβλέψεις και τη δημοσιοποίηση και ωθεί τις τράπεζες που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων να θέσουν και να εφαρμόσουν συγκεκριμένους στόχους για τη μείωσή τους. Οι βέλτιστες πρακτικές που ορίζονται στο έγγραφο κατευθύνσεων συνιστούν τις εποπτικές μας προσδοκίες».
Η Νουί τόνισε ότι το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν αφορά μόνο τις τράπεζες και τις εποπτικές τους αρχές. «Το πόσο γρήγορα μπορεί μια τράπεζα να επιτύχει την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαρτάται επίσης και από το νομικό και δικαστικό σύστημα της χώρας», σημείωσε, προσθέτοντας: «Σε μερικές χώρες, τα εν λόγω συστήματα εμποδίζουν την ταχεία επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαν οι εθνικές αρχές να βοηθήσουν τις τράπεζες. Θα μπορούσαν να καταστήσουν τα δικαστικά συστήματα πιο αποτελεσματικά, να αυξήσουν την πρόσβαση στις εξασφαλίσεις, να θεσπίσουν ταχύρρυθμες διαδικασίες εξωδικαστικής διευθέτησης και να ευθυγραμμίσουν τα φορολογικά κίνητρα».