Τρεις μέρες για να κλείσουν όλα τα ανοιχτά «μέτωπα»
Στις Βρυξέλλες μεταβαίνουν, σήμερα Τρίτη, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθούν οι διαφορές με τους Θεσμούς, ώστε στο Eurogroup της Παρασκευής, στη Μάλτα, η ελληνική πλευρά να έχει να επιδείξει μια συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο και να μην διαφανεί εκ νέου εικόνα αδιεξόδου.
Η είδηση έγινε γνωστή από ευρωπαϊκές πηγές χθες το βράδυ. Στόχος της επανάληψης του Brussels Group, το οποίο «έτρεξε» για τρεις μέρες μετά το Eurogroup της 20ής Μαρτίου, είναι η επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement)
Οι τρεις υπουργεί ενδέχεται να έχουν επαφές με εκπροσώπους των Θεσμών, αν και μέχρις στιγμής δεν έχουν καθοριστεί συγκεκριμένα ραντεβού, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Αποστολή τους είναι εντός του τριημέρου να επιχειρήσουν να κλίσουν όλα τα ανοιχτά «μέτωπα» στο ζήτημα του πακέτου των νέων μέτρων αλλά και των αντιμέτρων, καθώς και το καυτό ζήτημα των Εργασιακών, προκειμένου να προχωρήσουν σε επίτευξη μιας άμεσης συμφωνίας.
Νωρίτερα, κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου ανέφεραν ότι, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η κυνέρνηση πραγματοποιεί κύκλο επαφών σε όλα τα επίπεδα.
«Καταστροφολογικά σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα», σχολίαζαν οι ίδιοι κύκλοι.
Κατά τις ίδιες πηγές, σύντομα, με την ολοκλήρωση των επαφών, θα υπάρξουν και οι σχετικές ανακοινώσεις.
Τα «αγκάθια»
Το βασικό θέμα διαφωνίας ανέκυψε την προηγούμενη εβδομάδα και αφορούσε Στο αίτημα από ελληνικής πλευράς, το οποίο εκφράστηκε με επιστολή του κ. Τσακαλώτου προς την τρόικα (κατόπιν πίεσης του πρωθυπουργού), να μην περικοπούν οι συντάξεις σταδιακά από το 2019, όπως είχαν συμφωνήσει οι κ.κ. Τσακαλώτος, Χουλιαράκης και η κ. Αχτσιόγλου με την τρόικα, στις Βρυξέλλες, στις 23 Μαρτίου, αλλά η περικοπή να αρχίσει από το 2020, ουσιαστικά δηλαδή μετά από τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης.
Παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχτηκε ήδη από τον Φεβρουάριο την περικοπή των συντάξεων σε βάθος χρόνου, με πρώτο έτος εφαρμογής το 2020, η αλλαγή στάσης από την πλευρά της κυβέρνησης φαίνεται ότι είχε παρενέργειες οι οποίες αποτυπώθηκαν τόσο στη στάση του ΔΝΤ όσο και στις θέσεις του Βερολίνου.
Μετά την επιστολή Τσακαλώτου, το ΔΝΤ σκλήρυνε την στάση του και στα Εργασιακά (ιδίως για την κατάργηση της έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από το κράτος), ενώ το Βερολίνο φέρεται από κάποιες πηγές να ζήτησε στο EuroWorking Group της περασμένης Πέμπτης ολόκληρη η περικοπή των συντάξεων να γίνει το 2019. Παράλληλα η Κομισιόν επιμένει σταθερά στην πώληση του 17% της ΔΕΗ καθώς και λιγνιτικών μονάδων.
Το ΔΝΤ φέρεται ότι υποστήριξε ότι στο Eurogroup είχε συμφωνηθεί ότι το 2020 θα υπάρχει ήδη εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) από τις συντάξεις, επομένως αν η ελληνική πλευρά θέλει τη σταδιακή περικοπή αυτή θα πρέπει να ολοκληρώνεται και όχι να αρχίζει το 2020. Άρα θα πρέπει να αρχίζει από το 2019.
Σε κάθε περίπτωση η επιστροφή όλων των παικτών στο τραπέζι δημιουργεί νέες ελπίδες για τεχνική συμφωνία, παρ’ ότι στην επίσημη ατζέντα του Eurogroup η Ελλάδα είναι το τέταρτο θέμα και αναφέρεται ρητώς ότι υπάρχουν εκκρεμότητες στα εργασιακά, στα ενεργειακά και στα δημοσιονομικά μέτρα για μετά το 2018.
Πριν την εμπλοκή, η συμφωνία στα βασικά σημεία προέβλεπε την περικοπή σε δύο φάσεις το 2019 και το 2020 της «προσωπικής διαφοράς» στις κύριες συντάξεις 900.000 συνταξιούχων που εισπράττουν άνω των 600-700 το μήνα. Επομένως η μέση σύνταξη αυτού του επιπέδου θα μειωθεί κατά περίπου 10% ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000-1.200 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι περικοπές θα ξεκινούν από 700 ευρώ το χρόνο για τους χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ η απώλεια πραγματικού εισοδήματος θα ξεπερνάει τα 1.000 ευρώ λόγω και της μείωσης του αφορολόγητου στα 5.600 ευρώ για τον άγαμο, από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα.
Οι μεγαλύτερες «προσωπικές διαφορές» εντοπίζονται στους συνταξιούχους του πρώην ΤΕΒΕ (περίπου 30%) και του Δημοσίου (15%-20%), ενώ στο ΙΚΑ είναι πιο μικρές (4%-5%).