Χαράς ευαγγέλια για την καγκελάριο. Όχι μόνο κερδίζει χαμένο έδαφος αφήνοντας πίσω το «φαινόμενο Σουλτς» αλλά βελτιώνει σημαντικά και τα ποσοστά δημοτικότητάς της. Υπέρ της συνέχισης του μεγάλου συνασπισμού οι Γερμανοί.
Πιο ικανοποιημένη δεν θα μπορούσε να είναι η Άγκελα Μέρκελ αρχίζοντας τις πασχαλινές της διακοπές. Όπως γράφει η Deutsche Welle, πέντε μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου η δυναμική που «δώρισε» ο Μάρτιν Σουλτς στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως υποψήφιος καγκελάριος φαίνεται να ανακόπτεται. Τόσο η Μέρκελ, όσο και η Χριστιανική Ένωση CDU/ CSU κερδίζουν συνεχώς σε ποσοστά αλλά και σε επιδοκιμασία του κυβερνητικού έργου. Αντίθετα τα ποσοστά δημοτικότητας του Σουλτς υποχωρούν, αλλά το κόμμα του παραμένει σταθερό. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει σφυγμομέτρηση του Ινστιτούτου Infratest Dimap που έγινε για λογαριασμό του ARD και της εφημερίδας die Welt.
Εάν οι γερμανοί ψηφοφόροι είχαν τη δυνατότητα να εκλέξουν απευθείας καγκελάριο, το 46% θα έβαζε σταυρό στη Μέρκελ και το 40% στον Σουλτς. Σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά του περασμένου Μαρτίου, η καγκελάριος όχι μόνο ανακτά τη δύναμή της, αλλά περνά μπροστά κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο πρόεδρος του SPD χάνει 5 μονάδες. Στο υποθετικό ενδεχόμενο άμεσης εκλογής της η καγκελάριος καταγράφει σημαντικά ποσοστά στήριξης και από άλλα κόμματα. Καταρχήν το 91% των οπαδών της Χριστιανικής Ένωσης θα έδινε ψήφο στη Μέρκελ, το 77% από του οπαδούς των Φιλελεύθερων FDP, το 47% από τους Πράσινους. Τον Μάρτιν Σουλτς θα ψήφιζε το 79% των συμπαθούντων του κόμματός του και το 54% από το αριστερό κόμμα Die Linke.
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό δημοκοπικό εύρημα προκύπτει από το ερώτημα «αν γίνονταν την Κυριακή του Πάσχα εκλογές τι θα ψηφίζατε;». Πρώτη πολιτική δύναμη θα έβγαινε η Χριστιανική Ένωση με 34%. Σε σχέση με την αντίστοιχη δημοσκόπηση του περασμένου Μαρτίου κερδίζει 2%. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σταθεροποιεί τη θέση του με 31% όπως και η Εναλλακτική για τη Γερμανία AfD με 11% στην τρίτη θέση. Το ίδιο σταθερό παραμένει το ποσοστό των Πρασίνων με 8%, ενώ η Die Linke χάνει μια ποσοστιαία μονάδα και πέφτει στο 7%. Το FDP παραμένει κολλημένο στο 6%, αλλά μπαίνει και πάλι στην ομοσπονδιακή βουλή.
Με βάση τα προηγούμενα ποσοστά καταγράφεται αποδοχή για το έργο του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού. Πάνω από το ήμισυ των πολιτών, πιο συγκεκριμένα το 53%, δηλώνει ικανοποιημένο, τον Μάρτιο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 44%. Στο ερώτημα για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης μετά από τις εκλογές η πλειονότητα των Γερμανών, το 51%, δηλώνει ότι επιθυμεί μεγάλο συνασπισμό με επικεφαλής το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Μεγάλο συνασπισμό με επικεφαλής το SPD επιθυμεί το 37% των ερωτηθέντων. Κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων επιθυμεί μόνο το 37%, ενώ το 36% με τους Φιλελευθέρους.
Από τους πολιτικούς ο πιο δημοφιλής παραμένει ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με 68%, βελτιώνοντας το ποσοστό του κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα δημοσκοπικά ευρήματα του Μαρτίου, όπως και η Μέρκελ κατά 2% στο 62%, που είναι και το καλύτερο ποσοστό από τον Σεπτέμβριο του 2015. Μεγάλη ανατροπή καταγράφεται μεταξύ Σουλτς και Γκάμπριελ. Ο υπουργός Εξωτερικών που άφησε την υποψηφιότητα για την καγκελαρία στον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς του, κάνει άλμα κατά 9% και αγγίζει το 56%, που είναι και το καλύτερο ποσοστό που έχει ποτέ μετρηθεί γι’ αυτόν σε αντίστοιχες δημοσκοπήσεις. Αφήνει μάλιστα πολύ πίσω του τον Μάρτιν Σουλτς με 48%.
Παρά τις τεταμένες γερμανοτουρκικές σχέσεις η πλειοψηφία των Γερμανών (60%) αξιολογεί ως καλές τις καθημερινές σχέσεις με τους Τούρκους της Γερμανίας, αντίθετα ένα 31% τις θεωρεί κακές. Μια μεγάλη πλειοψηφία φοβάται ότι ο πόλεμος στη Συρία θα εξαπλωθεί και οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία θα χειροτερέψουν. Το 72% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι ο πόλεμος στη Συρία θα βγει από τα γεωγραφικά όρια της περιοχής και θα οδηγήσει σε έναν μεγαλύτερο πόλεμο. Την ανησυχία ότι στο πλαίσιο των αμερικανικών βομβαρδισμών εναντίον της συριακής κυβέρνησης θα κλιμακωθεί η διένεξη μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας συμμερίζεται ένα 67% των ερωτηθέντων, ενώ μόνο το 44% χαιρετίζει την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος από την Ουάσιγκτον. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δημοσκόπηση έγινε στις 10 και 11 Απριλίου.