Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους Γερμανούς. Με την πολιτική του αποδυναμώνει τις καταθέσεις τους. Οι ειδικοί παρουσιάζουν συγκεκριμένα νούμερα.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, από το 2010 μέχρι το 2016 οι Γερμανοί καταθέτες έχασαν γύρω στα 343 δισεκατομμύρια ευρώ από τόκους. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 4.183 ευρώ ανά πολίτη. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ο Μίχαελ Στάπελ, επικεφαλής του τμήματος μακροιοκονομίας από την τράπεζα DZ. Συνέκρινε το χρονικό διάστημα από το 1998 μέχρι το τέλος του 2008 όπου στη Γερμανία και την Ευρώπη δεν υπήρχαν μεγάλες κρίσεις ούτε υψηλός πληθωρισμός. «Τότε οι τρέχουσες αποδόσεις των καταθέσεων κυμαίνονταν στο 4,2% στη Γερμανία» λέει ο Μίχαελ Στάπελ μιλώντας στην DW.
Στη συνέχεια ακολούθησε η οικονομική κρίση και τέθηκε υπό αμφισβήτηση το ευρώ. Οι θεματοφύλακες του ευρωπαϊκού νομίσματος αποφάσισαν τη μείωση των επιτοκίων και το χρονικό διάστημα από το 2010 μέχρι το 2016 οι αποδόσεις των καταθέσεων κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στο 1,6%. Η διαφορά λοιπόν είναι 2,6%.
Με άλλα λόγια, εάν δεν ήταν η κρίση στην ευρωζώνη και η χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολούθησε η ΕΚΤ και εξακολουθεί να το κάνει, οι Γερμανοί θα είχαν 2,6% περισσότερους τόκους, δηλαδή 343 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα. Το μισό ποσό «χάθηκε» το 2015 και το 2016 και αυτό οφείλεται στο γιγαντιαίο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, της οποίας το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει σήμερα.
Από την πολιτική αυτή επωφελούνται κυρίως οι χώρες του Νότου της Ευρωζώνης. Αλλά όχι μόνο. Και στο Γερμανό υπουργό Οικονομικών δεν είναι διόλου δυσάρεστο η χώρα του να δανείζεται με μηδενικά επιτόκια.
Ωστόσο για τους πολίτες οι συνέπειες είναι αρνητικές. Σύμφωνα με τον Μίχαελ Στάπελ οι καταθέτες εξοικονόμησαν από τόκους 144 δισεκατομμύρια το χρονικό διάστημα από το 2010 μέχρι το 2016. Αυτό σημαίνει απώλειες ύψους 199 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα οι εποχές του μηδενικού πληθωρισμού έχουν παρέλθει. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία τον περασμένο Φεβρουάριο κινήθηκε στο 2,2%. Οι τιμές αυξάνονται, ενώ τα επιτόκια των καταθέσεων όχι, γεγονός που καθιστά το 2017 «τη χειρότερη χρονιά» για τους καταθέτες, δηλώνει ο πρόεδρος του ινστιτούτου ifo Κλέμενς Φυστ.
Η πλειονότητα των Γερμανών οικονομολόγων ζητά τον τερματισμό της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης, στόχος της οποίας ήταν η στήριξη των οικονομιών του Νότου. Επιρρίπτεται στις χώρες του Νότου ότι με τον χρόνο που εξαγόρασαν μέσω αυτής της πολιτικής δεν προχώρησαν σε επωφελείς μεταρρυθμίσεις.
Για τους Γερμανούς ειδικούς με την πολιτική της ΕΚΤ οι τράπεζες δυσκολεύονται να επιβιώσουν και κατά συνέπεια ούτε οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αποδώσουν στους πελάτες τους τα κέρδη που τους υπόσχονταν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δηλαδή οι καταθέτες στη Γερμανία ζημιώνονται.