Τι δείχνουν τα στοιχεία έρευνας του ESM
Μεταξύ των οικονομιών που έχουν υψηλό ρίσκο βρίσκεται η ελληνική, με έρευνα του ESM να αναδεικνύει παράλληλα την προβληματική κατάσταση του χρέους.
Στην έρευνα παρουσιάζονται οι χώρες που έλαβαν βοήθεια απότ το Ταμείο κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και έχει ως στόχο να βαθμολογήσει τις χώρες προκειμένου να διαπιστώσει σε ποια κατάσταση βρίσκονται σε ό,τι αφορά στο χρέος τους.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι πρόκειται για επιστημονική έρευνα που δεν αντανακλά τις θέσεις του Ταμείου και πως θα πρέπει να γίνει προσεκτική ανάλυση για να εξαχθούν συγκεκριμένα πολιτικά συμπεράσματα.
Ουσιαστικά η Ελλάδα μετά από τρία προγράμματα προσαρμογής τα οποία συνοδεύονταν με δανεισμό δισεκατομμυρίων λαμβάνει το 2016 ίδια βαθμολογία με του 2009 (1,8 έναντι 1,7) και παραμένει στα κόκκινα.
Τα κριτήρια της έρευνας:
– Δανειακές ανάγκες, συνθήκες και δομή χρέους
– Οικονομική ισχύς
– Δημοσιονομική θέση
– Χρηματοπιστωτικός τομέας και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις
– Θεσμικές παράμετροι (όπως εξηγείται, χώρες με καλύτερες θεσμικές και πολιτικές παραμέτρους εκτιμάται ότι είναι καλύτερα εξοπλισμένες να αντιμετωπίσουν πιθανές αρνητικές εξελίξεις)
– Δανεισμός ιδιωτικού τομέα, πίστωση και real estate
Η βαθμολόγηση γίνεται με σκορ 1 έως 4: Η χώρα που κατατάσσεται στο 25% των καλύτερων λαμβάνει βαθμολογία «4», αυτή που είναι στο χειρότερο 25% τη βαθμολογία «1» και χρωματίζονται ανάλογα.
Ήδη η χώρα μας από το 2005 Ελλάδα όπως και η Πορτογαλία θα χαρακτηρίζονταν χώρες με «αυξανόμενα ρίσκα» σε ό,τι αφορά στην εξυπηρέτηση του χρέους και από το 2009 ως χώρες «υψηλού ρίσκου».
«Τρέχοντας» το μοντέλο με βάση τα ιστορικά στοιχεία, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η συγκεκριμένη μέθοδος ανέδειξε τα προβλήματα πολύ πριν οι οίκοι αξιολόγησης αρχίσουν τις υποβαθμίσεις του αξιόχρεου των χωρών, αν και η διαπίστωση γίνεται κατόπιν εορτής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η έρευνα δείχνει ότι με εξαίρεση την Ιρλανδία, οι χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα του EFSF/ESM βελτίωσαν την αντίστασή τους κατά τους περισσότερους δείκτες, ωστόσο εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω του μέσου όρου των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.