«Τη “μέση οδό” πρέπει να βρούμε, αλλιώς θα μας καταπιεί ο αμοραλισμός, ο διχασμός και τα άκρα. Πρέπει να βρούμε και πάλι το όραμά μας και να αναχαιτίσουμε την παρακμή των αρχών και των αξιών μας, συνέπεια της οποίας είναι η οικονομική κρίση», τονίζει σε άρθρο της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η βουλευτής Β’ Αθηνών της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα.
Σημειώνει πως σήμερα ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση υλοποιούν τα συμφωνημένα, διότι τα συμφωνημένα πρέπει να τηρούνται, και υπογραμμίζει πως «είμαστε λοιπόν όλοι προ των ευθυνών μας να σχεδιάσουμε μια πολιτική και μία στρατηγική για τη μεταμνημονιακή εποχή της χώρας, αναχαιτίζοντας τον πειρασμό του διχασμού και των ακροτήτων που τον συνοδεύουν».
Αναλυτικά, το άρθρο της Κατερίνας Παπακώστα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ έχει ως εξής:
Η ΝΔ, η Εύα Περόν και η Μέση Οδός
«Ο Πρωθυπουργός συνηθίζει να αποκηρύσσει το «παλαιό σύστημα», συλλήβδην, με προφανή στόχευση να το απαξιώσει. Προφανώς, οι αναφορές του συμπεριλαμβάνουν την Νέα Δημοκρατία την οποία, εκ του πονηρού, τοποθετεί στο ίδιο κάδρο, ώστε να «συγχρωτίζεται» σημειολογικά με όλα τα αρνητικά που συνοδεύουν την αναφορά του.
Η Νέα Δημοκρατία είναι ιστορική παράταξη που με τον ιδρυτή της Κωνσταντίνο Καραμανλή να θεωρείται ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός του 20ου αιώνα, με ισχυρά τα ίχνη της στον κοινωνικό ιστό, άφησε την Ελλάδα μέλος της Ευρώπης, με αδιατάρακτη δημοκρατία, με κοινωνική γαλήνη, με ισχύ Ενόπλων Δυνάμεων, με πλούτο, με πηγές ενέργειας, με ισχυρή οικονομία και με επενδύσεις σε ξένες χώρες. Ριζοσπάστης στον συντηρητισμό του, επέβαλε τη λήθη και αναχαίτισε τον διχασμό και τα άκρα και έκανε βιωματική πολιτική συμπεριφορά το μέτρο και την μετριοπάθεια.
Αργότερα, ακολούθησε η δεύτερη κρίσιμη ιστορική περίοδος, κατά την γνώμη μου, για την καμπή αυτής της χώρας, τις επιπτώσεις της οποίας τις βιώνουμε σήμερα. Η είσοδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ως ένα γεγονός συμβολικού χαρακτήρα αντί ως μιας ρηξικέλευθης πολιτικής και οικονομικής αλλαγής για την Χώρα. Και αυτό έχει επιφέρει επιπτώσεις, διότι ήταν μια προσπάθεια με δυνητικά οφέλη αλλά και με δυνητικούς κινδύνους, τους οποίους σήμερα ζούμε, για την εθνική οικονομία.
Η ενθουσιώδης ρητορεία περί «ισχυρής Ελλάδας», προκειμένου να αξιοποιηθεί το Ευρώ ως μέσο ιδεολογικής κυριαρχίας των εκσυγχρονιστών, είχε προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες για το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, αφού οι εκσυγχρονιστές δεν μίλησαν για τις μεγάλες αναπροσαρμογές της οικονομικής πολιτικής που απαιτούσε η μετάβαση από ένα μαλακό νόμισμα, σαν την Δραχμή, σε ένα σκληρό νόμισμα, σαν το Ευρώ. Έτσι λοιπόν ουσιαστικά, υπονομεύθηκε η επόμενη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Η τρίτη κρίσιμη χρονική περίοδος είναι όταν η Νέα Δημοκρατία παραλαμβάνει, με τη διαδικασία της συνέχειας του κράτους, το πρώτο μνημόνιο από την Κυβέρνηση Παπανδρέου, τον οποίον παρεμπιπτόντως στις 27-01-2017 ο πρώην Πρωθυπουργός και πρώην αρχηγός της παράταξής του, ο κ. Σημίτης, επέκρινε ισχυριζόμενος ότι τότε η Χώρα ήταν απροετοίμαστη για να δεχτεί το πρώτο Μνημόνιο. Η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε όμως με την αρχή της συνέχειας του κράτους αυτό το πρώτο Μνημόνιο, διόρθωσε την πολιτική, την συνταγή και το μείγμα της πολιτικής, και σήμερα είμαστε όλοι προ των ευθυνών μας. Εκεί υπήρξε ένα πρώτο πολιτικό unfair από τη σημερινή Κυβέρνηση και τους συνεργάτες της, ότι δηλαδή συστηματικά, οργανωμένα και με στοχευμένο τρόπο ενοχοποίησε την Κυβέρνηση με κύριο κορμό την Νέα Δημοκρατία, επειδή υλοποιούσε διά της αρχής της συνέχειας του κράτους, όπως θεσμικά όφειλε, τα συμφωνημένα, τα οποία παρέλαβε.
Σήμερα, ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση υλοποιούν τα συμφωνημένα διότι τα συμφωνημένα πρέπει να τηρούνται. Είμαστε λοιπόν όλοι προ των ευθυνών μας να σχεδιάσουμε μια Πολιτική και μια Στρατηγική για τη μεταμνημονιακή εποχή της Χώρας, αναχαιτίζοντας τον πειρασμό του διχασμού και των ακροτήτων που τον συνοδεύουν.
Το δεύτερο μεγάλο πολιτικό unfair game του Πρωθυπουργού με ευθύνη βεβαίως και των δανειστών, οι οποίοι είναι και διχασμένοι αυτή την ώρα, έχει να κάνει με την προδέσμευση μέτρων και αντισταθμιστικών, τα οποία ανήκουν στον επόμενο κύκλο διακυβέρνησης. Είναι απόλυτο και δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμα, της επόμενης Κυβέρνησης να υλοποιήσει τις πολιτικές που εκείνη θα επιλέξει με τους εταίρους, σε εκείνη την περίοδο.
Άρα, ο Πρωθυπουργός έχει κάνει ένα μεγάλο πολιτικό unfair και μάλιστα χωρίς να ζητήσει την έγκριση του λαού, αφού επενδύει στην θεσμική συνέπεια της Νέας Δημοκρατίας, η οποία πιστεύει πως το κράτος έχει συνέχεια και ότι τα συμφωνημένα θα πρέπει να τηρούνται και βεβαίως στην αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, που πρέπει ο πολιτικός κόσμος κάθε μέρα να χτίζει.
Διαχρονικά, οι πολίτες του κόσμου, οι οποίοι έρχονταν αντιμέτωποι με σκληρές πολιτικές ζητούσαν το ίδιο ακριβώς πράγμα, το οποίο αποτυπώνεται άριστα στην παράσταση «Εβίτα», όπου ο λαός τραγουδά στην Εύα Περόν: «Οι όροι της Πολιτικής σαφείς, ρητοί και ακριβείς: Κάνε το όπως μπορείς, τέχνη του εφικτού και του ανέφικτου. Τη μια τραβάς με τον σταυρό, τη μια με τον εξαποδώ. Θες μια μέση οδό».
Η Μέση Οδός είναι η ποιοτική διαφορά της Νέας Δημοκρατίας ως θεσμικής και ιστορικής παράταξης, η οποία είναι βαθειά συνδεδεμένη με το ιδεολογικό της DNA και ως της πολιτικής δύναμης και η οποία εγγυάται την ενότητα του Έθνους και της Ελληνικής κοινωνίας, αναχαιτίζοντας τον λαϊκισμό, την μισαλλοδοξία και τον διχασμό, προκειμένου να αντλήσει εύκολα κέρδη στον βωμό της μικροκομματικής συγκυρίας. Άρα, ο Πρωθυπουργός διαπράττει συνειδητά ένα ακόμα unfair, διότι δεν επιτρέπεται να συγκαταλέγει στην ρητορική περί παλαιού κομματικού συστήματος την Νέα Δημοκρατία, διότι η ποιότητά της είναι ευδιάκριτη στο θεσμικό, στο δημοκρατικό, πολιτικό πεδίο. Ακόμη και αν κατανοώ την ανάγκη του να την αποδομήσει, πλην όμως πράττει λανθασμένα, διότι ως θεσμικός παράγοντας, η Νέα Δημοκρατία είναι η μόνη πολιτική δύναμη που δύναται να υλοποιήσει την Πολιτική και Στρατηγική της Χώρας για την μεταμνημονιακή περίοδο επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου.
Την «Μέση Οδό» πρέπει να βρούμε, αλλιώς θα μας καταπιεί ο Αμοραλισμός, ο Διχασμός και τα Άκρα. Πρέπει να βρούμε και πάλι το όραμά μας και να αναχαιτίσουμε την παρακμή των αρχών και των αξιών μας, συνέπεια της οποίας είναι η οικονομική κρίση».