Άκαμπτη η γραμμή Σόιμπλε – Νέο μνημόνιο προ των πυλών
H αποτυχία του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας φέρνει το κυβερνητικό επιτελείο ενώπιον ραγδαίων εξελίξεων και το βασανιστικό ερώτημα πλέον είναι το ένα θα καταφέρει μια συμφωνία με καλύτερους όρους από αυτούς που μόλις απέρριψε.
Αυτό θα φανεί στις 8 Ιούνιο, στην προγραμματισμένη σύγκληση του EuroWorking Group, αν και οι πιθανότητες να ανασκευάσει τις απαιτήσεις του ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι μηδαμινές έως ανύπαρκτες [βλ. σχετικά: DW: Επιμονή Σόιμπλε σε δέσμευση ΔΝΤ].
Ουσιαστικά, εκείνο που θέλησε ο Γερμανός υπΟΙΚ να επιβάλει ήταν η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς χρηματοδοτική συμμετοχή αλλά με ρόλο απλού επόπτη. Αλλά, εάν εφαρμοστεί κάτι τέτοιο, αυτομάτως η επιδίωξη της Ελλάδας για είσοδο στο πρόγραμμα χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) τίθεται στο περιθώριο. Κατά συνέπεια, η έξοδος της χώρας για δανεισμό στις Αγορές θα μετατίθετο στο απώτερο μέλλον -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την χρηματοδότηση της χώρας και την ομαλή πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Η πρόταση Σόιμπλε προέβλεπε επίσης την ενεργή συμμετοχή του Ταμείου στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα μετά την λήξη του τρέχοντος, τον Ιούνιο του 2018, όπερ σημαίνει νέα μνημόνιο για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με τα μέτρα της περιόδου 2019 – 2020 που ήδη συμφωνήθηκαν και η ελληνική κυβέρνηση «πέρασε» στην Βουλή την προηγούμενη Πέμπτη.
Η σοβαρότερη όμως αστοχία, εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, ήταν ότι στο πρόσφατο Eurogroup η χώρα μας δεν απέσπασε από τους δανειστές της ουδεμία γραπτή πολιτική δέσμευση για ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης, παρά το ότι η ελληνική Βουλή είχε ήδη ψηφίσει το σχετικό με τα νέα μέτρα πολυνομοσχέδιο.
Η κυβέρνηση πέρασε από την ελληνική Βουλή ένα επώδυνο πολυνομοσχέδιο με μέτρα και άλλες ρυθμίσεις, ακριβώς στηριζόμενη στην προσδοκία ότι οι δανειστές θα δώσουν την περίφημη ρύθμιση για το χρέος, που θα επιτρέψει την ομαλή είσοδο στο πρόγραμμα, την ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση και την σταθεροποίηση της Οικονομίας. Οποιαδήποτε διάψευση αυτών προσδοκιών προκαλεί μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Ειδικά εάν η περίφημη αυτή ρύθμιση του χρέους συνοδευτεί ουσιαστικά με ένα νέο, πολυετές μνημόνιο.
Στον δημόσιο λόγο της, η κυβέρνηση αποφεύγει να μιλήσει για ακύρωση των μέτρων σε περίπτωση που δεν πάρει λύση για το χρέος, ενώ αποφεύγει πλέον να μιλήσει και για γρήγορη έξοδο, εντός του τρέχοντος έτους, στις Αγορές, όπως υποσχόταν. «Στρατηγικός στόχος είναι η έξοδος στις Αγορές στο τέλος του τρίτου προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, για μια σταθερή δυνατότητα δανεισμού με βιώσιμα επιτόκια» ήταν η δήλωση του κ. Τσίπρα με την οποία κοινοποιήθηκε η νέα συμβιβαστική κυβερνητική γραμμή.
Αντιθέτως, το βασικό και ίσως το μόνο πλέον επιχείρημά της για να περάσει και τη νέα επώδυνη συμφωνία για το χρέος θα είναι η επίτευξη της ανάπτυξης. Ο πρωθυπουργός είπε χθες στη Θεσσαλονίκη ότι «το επόμενο διάστημα θα είμαστε επενδυτικός προορισμός – σημείο αναφοράς για τις οικονομικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο -και όχι μόνο» [βλ. σχετικά: Τσίπρας: Στρατηγικός στόχος η έξοδος της χώρας στις αγορές].
Και μπορεί η αποτυχημένη έκβαση του πρόσφατου Eurogroup να εδράζεται στις επικείμενες γερμανικές εκλογές, τις οποίες άλλωστε προτάσσει με κάθε ευκαιρία ο κ. Σόιμπλε, αλλά δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι αντίστοιχα, όταν η δική μας χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο, το Βερολίνο «κώφευε» και δεν εννοούσε να «νερώσει το κρασί» του με κανένα τρόπο.
Η στάση του Βερολίνου σκληραίνει ακόμη περισσότερο μετά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Μάρτιν Σουλτς, που έδειχνε περισσότερο «επιεικής» προς το ελληνικό ζήτημα, χάνει έδαφος έναντι του πολιτικού του αντιπάλου –τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ…