Η γερμανική προεδρία του G20 προσκάλεσε στο Βερολίνο 13 παγκόσμιους διαμορφωτές της κοινής γνώμης ενόψει της συνόδου κορυφής στο Αμβούργο. Οι οικονομολόγοι συστήνουν αύξηση της τιμής ρύπων στο εμπόριο.
Συμβαίνει και ορισμένες επιχειρηματικές επαναστάσεις να ξεκινούν στο Βερολίνο. 13 φημισμένοι οικονομολόγοι από ολόκληρο τον κόσμο ταξίδεψαν στη γερμανική πρωτεύουσα για να «συνωμοτήσουν». Σημείο συνάντησης το Global Solutions Think 20 – Summit, ένα ραντεβού παγκόσμιων διαμορφωτών της κοινής γνώμης στον αγώνα κατά της πείνας, της κλιματικής αλλαγής και της ανισότητας, οργανωμένο από τη γερμανική προεδρία της ομάδας των 20 ανεπτυγμένων και γοργά αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου, γράφει η Deutsche Welle.
Η αποστολή των οικονομολόγων; Μια ρεαλιστική πρόταση για μια παγκόσμια τιμή εμπορίας εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Μέχρι τώρα υπάρχει σε ορισμένες χώρες και περιοχές το σύστημα εμπορίας των ρύπων, αλλά η τιμή είναι συνήθως πολύ μικρή για να επιφέρει πραγματικές αλλαγές. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει, είναι πεποίθηση δύο αμερικανών κατόχων του Βραβείου Νομπέλ, του Τζόζεφ Στίγκλιτς και του λόρδου Νίκολας Στερν. Παλαιότερα ο βρετανός οικονομολόγος Στερν είχε υπολογίσει τις επιπτώσεις από την παγκόσμια υπερθέρμανση του πλανήτη σε μια ομώνυμη έκθεση. Τώρα οι δύο συμπρόεδροι της Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου για την τιμή του διοξειδίου του άνθρακα» κατέθεσαν ένα έγγραφο που ενδέχεται να πυροδοτήσει πολιτικές αντιπαραθέσεις. Καλούν τους πολιτικούς να προτείνουν ένα μοντέλο τιμών, που θα δώσει κίνητρα σε επενδύσεις για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Για πρώτη φορά σε αυτό το έγγραφο αναφέρουν πολύ συγκεκριμένα πόσο υψηλή θα πρέπει να είναι η τιμή διοξειδίου του άνθρακα για να επιτευχθεί ο παγκόσμιος στόχος προστασίας του κλίματος που ορίζεται στην Συμφωνία των Παρισίων.
Μια τιμή, που θα ποικίλει ανάμεσα σε αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες αναλόγως της οικονομικής δύναμης, αλλά θα πρέπει να παραμένει μέσα σε προκαθορισμένα όρια για να φέρει αποτελέσματα, εξηγεί ο λόρδος Στερν, καθηγητής στο London School of Economics. «Για να συγκρατηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων για το Κλίμα, θα πρέπει μέχρι το 2020 η τιμή του διοξειδίου του άνθρακος να κυμανθεί από 40 έως 80 δολάρια τον τόνο, ενώ μέχρι το 2050 να ανέβει στα 50 με100 δολάρια προκειμένου να καταστούν πιο ελκυστικές οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές και η ενεργειακή αποτελεσματικότητα. Ο Στερν επισημαίνει τον επείγοντα χαρακτήρα του μέτρου αναφερόμενος στη συνεχή δημιουργία νέων εργοστασίων παραγωγής ενέργειας για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες των ανθρώπων σε ενέργεια.
Αντί λοιπόν να γίνονται καυγάδες για το κόστος της κλιματικής αλλαγής, οι οικονομολόγοι γύρω από τον Στίγκλιτς και τον Στερν προσανατολίζονται στη δυναμική της ανάπτυξης μιας αποτελεσματικής προστασίας του κλίματος. Το όφελος είναι μεγάλο, επιμένει ο Στερν με το βλέμμα στραμμένο στον Αμερικανό πρόεδρο και τη στάση του στη συνάντηση κορυφής του G7 στην Ιταλία. «Η απομάκρυνση από το ορυκτό οικονομικό μοντέλο αποτελεί την ιστορία της ανάπτυξης του 21ου αιώνα», εξηγεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Columbia της Ν. Υόρκης. Και ο συνάδελφός του, Στερν, προσθέτει ότι ακόμη κι αν αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων για την Προστασία του Κλίματος η τάση απομάκρυνσης από τον άνθρακα δεν πρόκειται να σταματήσει, όπως δείχνει το παράδειγμα της Κίνας και της Ινδίας. Ο Τζόσεφ Στίγκλιτς, που στην ομιλία του στο Βερολίνο υπερασπίστηκε με θέρμη την παγκόσμια κλιματική αλλαγή, παρέπεμψε στα πολλά πλεονεκτήματα.
Ο γερμανός ερευνητής κλίματος Ότμαρ Εντενχόφερ από το Ινστιτούτου Κλιματολογικών Ερευνών του Πότσνταμ συμπληρώνει ότι τα αυξημένα έσοδα από την φορολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσαν χρησιμοποιηθούν για συγκεκριμένες ενέργειες πρόληψης της φτώχειας σε αναπτυσσόμενες χώρες. Ο γερμανός ερευνητής δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι θα πρέπει να αυξηθεί η τιμή του διοξειδίου του άνθρακα. Η γερμανική κυβέρνηση συνηγορεί. «Είμαστε και εμείς πεπεισμένοι ότι το διοξείδιο του άνθρακα θα πρέπει να αποτιμηθεί κατά τέτοιο τρόπο που να δίνει πραγματικό οικονομικό κίνητρο» τονίζει ο Κάρστεν Σαχ, διευθυντής για θέματα κλίματος στο υπουργείο Περιβάλλοντος, εξ ονόματος της γερμανικής κυβέρνησης. Εάν μετά αυτήν την ομολογία ακολουθήσουν πράξεις που να οδηγήσουν στην υψηλότερη φορολόγηση των ρύπων θα διαφανεί μετά τις βουλευτικές εκλογές.