Ως εβδομάδα κρίσιμων αποφάσεων για την Ελλάδα παρουσιάζει ο γερμανικός Τύπος αυτή που ξεκίνησε, με αφορμή το Eurogroup της Πέμπτης. Θα αποφασιστεί εάν θα δοθεί η επόμενη δόση πολλών δισεκατομμυρίων αλλά και τι θα γίνει με την ελάφρυνση του χρέους που ζητά η ελληνική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, οι γερμανοί αρθρογράφοι βλέπουν σημάδια προσέγγισης των διαφορετικών θέσεων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβαστική λύση.
«Μεγάλη κινητικότητα το περασμένο Σαββατοκύριακο στου Μαξίμου» γράφει η Wirtschaftswoche για το κλίμα που επικρατεί στην Αθήνα. «Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μαζί με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τους στενούς τους συμβούλους εξέταζαν με ποια διαπραγματευτική στρατηγική θα πάει η Ελλάδα στο Eurogroup της Πέμπτης. Μαζί με τον γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, που φτάνει σήμερα στην Αθήνα, θέλουν να συντονίσουν τις θέσεις τους. Ο Λεμέρ είχε τις προηγούμενες ημέρες συνομιλίες με τον γερμανό και τον ιταλό ομόλογό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Πιερ Κάρλο Πάντοαν, αλλά και με τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Νταϊσελμπλουμ για πιθανές λύσεις. Βέβαια» συνεχίζει ο γερμανός αρθρογράφος, «στο Μαξίμου γνωρίζουν πολύ καλά ότι την Πέμπτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα παρουσιαστεί εκείνο το χαρτί που ο Τσακαλώτος απέρριψε στο προηγούμενο Eurogroup, στις 22 Μαΐου, ως ελλιπές. Γι αυτό το λόγο αυτήν την φορά ο έλληνας υπουργός δεν φαίνεται να μπορεί να περιμένει παρά μόνο ορισμένες βελτιώσεις σε μερικά σημεία».
«Διαμάχη για το χρέος λίγο πριν το τέλος», με αυτόν τον τίτλο η εφημερίδα Handelsblatt τιτλοφορεί σχετικό άρθρο και με την επισήμανση ότι «επιτέλους προδιαγράφεται συμβιβασμός». Και συνεχίζει: «Για να προδιαθέσει θετικά τους δανειστές η κυβέρνηση ψήφισε την Παρασκευή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος άλλο ένα πακέτο μεταρρυθμιστικών μέτρων. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε ότι τίποτα πλέον δεν μπορεί να σταματήσει την απόφαση για την επόμενη δόση».
Η εφημερίδα Die Welt κάνει εκτενή αναφορά στο άλλο μεγάλη αγκάθι της διαπραγμάτευσης, τη διευθέτηση του χρέους, που προκαλεί την οργή των Ελλήνων κατά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Τα μάτια του Δημήτρη Τζανακόπουλου εκπέμπουν αγωνιστική διάθεση όταν μιλά για τον Σόιμπλε» γράφει η εφημερίδα του Βερολίνου. «Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισημαίνει ότι θα ήταν καλύτερο να βοηθήσει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών από το να βάζει συνεχώς προσκόμματα…ο Τζανακόπουλος δεν είναι όμως το μόνο κυβερνητικό μέλος που αυτές τις ημέρες του “ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι”. Ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός έχει αγγίξει νέο ρεκόρ αντιδημοτικότητας στην Ελλάδα. Η τύχη της κυβέρνησης και τη χώρας φαίνεται για μια ακόμη φορά να βρίσκεται στα χέρια του Σόιμπλε. Για την κυβέρνηση, το γερμανικό “όχι” μοιάζει σαν να της τραβούν το σωσίβιο από τα χέρια, παρά το ό,τι κατέβαλε το τίμημα. Η προοπτική ελάφρυνσης του χρέους θα ήταν για τον Αλέξη Τσίπρα και την ομάδα του μεγάλη βοήθεια» αναφέρει ο γερμανός αρθρογράφος.
Η εφημερίδα επικαλείται επίσης έναν οικονομολόγο, ο οποίος είναι κοντά στις διαπραγματεύσεις και ο οποίος θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, για να εξηγήσει τη γερμανική στάση. «Χάθηκε εμπιστοσύνη στο παρελθόν» λέει και συμπληρώνει ότι «οι μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν, ψηφίστηκαν νέοι νόμοι χωρίς την ενημέρωση των δανειστών, παρόλα αυτά υπάρχουν αχτίδες ελπίδας». «Βασικά εμπόδια για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις παραμένουν η γραφειοκρατία, ο νεποτισμός και μια αναποτελεσματική φορολογική διοίκηση. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο διαφεύγουν φορολογικά έσοδα από 11 με 16 δις ευρώ» καταλήγει.
Ευρεία δημοσιότητα στο γερμανικό τύπο πήρε το συμβάν στο Δίστομο με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να εμποδίζει τον γερμανό πρέσβη στην Ελλάδα να καταθέσει στεφάνι στη μνήμη των εκτελεσθέντων από τους ναζί και την σωτήρια παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου. «Ένα θύμα των Ναζί σώζει τον γερμανό πρέσβη» είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος της Bild. «Σκάνδαλο σε τελετή μνήμης για Έλληνες θύματα του εθνικοσοσιαλισμού» επιγράφει το δικό της άρθρο στην ιστοσελίδα της η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit. Το περιεχόμενο όλων των άρθρων παραμένει στην περιγραφή των γεγονότων και υπενθυμίζουν τις ελληνικές απαιτήσεις για επανορθώσεις ύψους 269,5 δις ευρώ, τις οποίες η Γερμανία απορρίπτει.