Με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης να έχει σχεδόν επιτευχθεί, η προσοχή έχει πλέον στραφεί προς τις συνομιλίες για την ελάφρυνση του χρέους.
Η Barclays εκτιμά ότι θα χρειαστεί να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες για να μπορέσει η Ελλάδα να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα του χρέους της.
Όπως επισημαίνει, οι συνεχιζόμενες σημαντικές αποκλίσεις των απόψεων του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων πιστωτών σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα αποτελούν τα βασικά εμπόδια στην επίτευξη συμφωνίας. Έτσι, δεν «βλέπει» μια γενική συμφωνία πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου.
Η οικονομική συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρέχον πρόγραμμα δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να καταστούν επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα για το QE της ΕΚΤ, κατά την άποψη της Barclays. Ωστόσο, μια αναθεωρημένη αξιολόγηση του ελληνικού χρέους από το προσωπικό του ΔΝΤ από αυτή που ισχύει σήμερα και που βρίσκει το χρέος εξαιρετικά μη βιώσιμο, θα ήταν προαπαιτούμενο.
Για να γίνει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, λείπουν τα ακόλουθα απαραίτητα βήματα:
1) μια περαιτέρω σύγκλιση απόψεων μεταξύ της ΕΕ (κυρίως της Γερμανίας) και του ΔΝΤ – ειδικά όσον αφορά τους μεσοπρόθεσμους στόχους ανάπτυξης και πλεονασμάτων,
2) τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να είναι αρκετά λεπτομερή ώστε να ανακοινωθούν από το Εurogroup – δηλαδή να πηγαίνουν πέραν αυτών που ανακοινώθηκαν τον Μάιο του 2016 έτσι ώστε να είναι δυνατή η ανεξάρτητη εκπόνηση ενός επικαιροποιημένου DSA από το προσωπικό της ΕΚΤ και του ΔΝΤ ·
3) επικαιροποιημένο DSA του ΔΝΤ που υπερβαίνει τα απαιτούμενα όρια (το χρέος ως ποσοστό% του ΑΕΠ να μειώνεται σημαντικά και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ να διαμορφώνονται κάτω από 15-20% σε μεσοπρόθεσμη βάση).
Παρόλο που η Barclays δεν πιστεύει ότι το ΔΝΤ θα πρέπει αναγκαστικά να συμμετάσχει οικονομικά στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης – η τεχνική βοήθεια από μόνη της μπορεί να είναι αρκετή (όπως συνέβαινε από την αρχή του τρίτου προγράμματος διάσωσης) – ωστόσο η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αισθάνεται άβολαμε αυτή την επιλογή, εκτός αν το προσωπικό του ΔΝΤ αναβαθμίσει σημαντικά την εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους από το σημερινό εξαιρετικά μη βιώσιμο”επίπεδο.
Έτσι, η ΕΚΤ είναι πιθανό να αποφασίσει εάν θα συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο QE πριν από το τέλος του έτους, με τον μηνιαίο ρυθμό αγορών να διαμορφώνεται στα 115 εκατ. ευρώ εώς τον Ιούλιο του 2018 και 87 εκατ. ευρώ μηνιαίως στη συνέχεια, όταν η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε διαδικασία αξιολόγησης, καθώς τότε δεν μπορεί να διενεργείται το QE.
Ωστόσο η Barclays προειδοποιεί πως δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω καθυστέρησης της απόφασης, πέραν του τρέχοντος έτους.
Σε ότι αφορά την έξοδο στις αγορές, η βρετανική τράπεζα εκτιμά ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει αυτό το βήμα πριν τα τέλη του 2018 και πιθανότατα ακόμα και πριν τα τέλη του 2017, με το μέγεθος της έκδοσης να διαμορφώνεται στα 3-5 δισ. ευρώ.
Αν και η Barclays δεν αναμένει ότι η Ελλάδα θα σημειώσει φέτος άλλο ένα έτος-ρεκόρ δημοσιονομικής απόδοσης, όπως το 2016, εκτιμά ότι είναι απίθανο να αντιμετωπίσει προβλήματα αναχρηματοδότησης πριν από τον Ιούλιο του 2019, όταν το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών της φαίνεται πιο δύσκολο, τουλάχιστον για τώρα.
Η βρετανική τράπεζα προβλέπει ότι οι προοπτικές της ανάπτυξης αυτό το έτος δεν είναι ιδιαίτερα θετικές και προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα κυμανθεί κοντά σε μηδενικά επίπεδα το 2017 για τρίτη συνεχή χρονιά και θα αυξηθεί μόνο κατά 1,4% το 2018. Οι καταλύτες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα επίπεδα εμπιστοσύνης στην οικονομία είναι η ένταξης το QE, οι προσπάθειες μειώσεις των NPLs των ελληνικών τραπεζών και η επιστροφή των καταθέσεων, η πλήρης άρση των capital controls, η έξοδος στις αγορές, η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης και ένα σταθερό πολιτικό τοπίο.
Στο μέτωπο της πολιτικής, η Barclays θεωρεί ότι υπάρχει σημαντικά μεγάλη πιθανότητα πρόωρων εκλογών στο β’ εξάμηνο του 2018. Το ελληνικό πολιτικό τοπίο έχει αλλάξει σημαντικά από τις προηγούμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν τώρα ένα σημαντικό προβάδισμα για τη Νέα Δημοκρατία.
Μια ταχεία αλλαγή του εκλογικού νόμου εγκαίρως για τις επόμενες εκλογές θα ήταν κρίσιμη, δεδομένου ότι η εισαγωγή ενός συστήματος πλήρους αναλογικής εκπροσώπησης, το οποίο πέρασε ο Τσίπρας το περασμένο καλοκαίρι, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα “μετέωρο κοινοβούλιο”, δηλαδή την μη επίτευξη αυτοδυναμίας. Μια τέτοια πολιτική παράλυση θα δημιουργούσε κινδύνους εκτεταμένων, αποσταθεροποιητικών συνεπειών για την ελληνική οικονομία.