Η ΕΚΤ κινδυνεύει να βρεθεί υπό πολιτική πίεση για να διατηρήσει την εξαιρετικά χαλαρή πολιτική της και να βοηθήσει τους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι έχουν ήδη εξοικονομήσει δισ. ευρώ από τους τόκους, τόνισε ο πρόεδρος της Bundesbank, Jens Weidmann.
Καθώς το πρόγραμμα των 2,3 τρισ. ευρώ για την αγορά assets βρίσκεται ήδη σε ισχύ εδώ και δύο χρόνια, η ΕΚΤ έχει καταστεί ο μεγαλύτερος πιστωτής προς τις χώρες της ευρωζώνης.
Οποιοσδήποτε υπαινιγμός για τη σύσφιξη της πολιτικής, περιλαμβάνει το ρίσκο του να οδηγηθούν οι αποδόσεις σε υψηλότερο επίπεδο, δημιουργώντας τρύπα στους εθνικούς προϋπολογισμούς.
“Στο τέλος της ημέρας, αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να ασκηθούν πολιτικές πιέσεις στο ευρωσύστημα ώστε να διατηρηθεί η πολύ ευνοϊκή νομισματική πολιτική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι είναι κατάλληλο, από την πλευρά της σταθερότητας των τιμων”, δήλωσε ο Weidmann.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως στο πλαίσιο αυτών των αγορών assets, οι αλλαγές στη νομισματική πολιτική επηρεάζουν πιο άμεσα το κόστος χρηματοδότησης των κυβερνήσεων από ό,τι οι κινήσεις των επιτοκίων”, πρόσθεσε.
Επίσης ο Weidmann ήταν επικριτικός της πρότασης για τη δημιουργία ενός λεγόμενου ευρωπαϊκού ασφαλούς ομολόγου, ενός συνθετικού μέσου που θα συγκεντρώνει το κρατικό χρέος σε ένα νέο ομόλογο, δημιουργώντας ένα νέο ασφαλές asset το οποίο θα αγοράζουν οι τράπεζες για να διαφοροποιούν τους ισολογισμούς τους.
“Αλλά ένα ευρωπαϊκό ασφαλές ομόλογο, που θα έχει δημιουργηθεί από μια επίσημη ευρωπαϊκή οντότητα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας θεμέλιος λίθος προς τα ευρωομόλογα, δηλαδή την αμοιβαία ευθύνη”, τόνισε ο Weidmann, που είναι αντίθετος στα ευρωομόλογα.