«Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα θετικό σημείο καμπής για μια καλύτερη αναπτυξιακή πορεία. Πέτυχε τις πολύ μεγάλες οικονομικές προσαρμογές και επομένως βρίσκεται σε ένα πολύ καλό σημείο εκκίνησης για μια νέα ανάπτυξη της οικονομίας», τονίζει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μίχαελ Χάϊζε, καθηγητής του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας και του μεγαλύτερου ομίλου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον κόσμο, με αφορμή ομιλία του στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο.
«Εάν παραμείνει ο προϋπολογισμός τόσο πολύ σταθερός όσο είναι και ο οποίος ξεπέρασε μάλιστα τους στόχους, εάν αυτό κρατήσει ακόμα λίγο, τότε η Ελλάδα θα κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη των αγορών. Μια δοκιμαστική έξοδο στις αγορές για βραχυπρόθεσμους τίτλους μπορώ να την φανταστώ άμεσα», προσθέτει, ενώ σε σχέση με άλλους αναλυτές βλέπει τα πράγματα «με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Συμφωνώ μεν με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών ότι φέτος η ανάπτυξη θα είναι 1%, αλλά θεωρώ εφικτή την αύξησή του στο 2,5% το 2018», προσθέτει ο κ. Χάϊζε, ο οποίος έχει επιλεγεί επανειλημμένα από την Sueddeutsche Zeitung ως ο κορυφαίος οικονομικός αναλυτής της χρονιάς, επειδή οι οικονομικές του προβλέψεις επαληθεύονται.
Ο κ. Χάϊζε κατανοεί «απολύτως τον σκεπτικισμό πολλών (στην Ελλάδα) λόγω των προβλημάτων τα οποία άφησε πίσω της η κρίση» και το γεγονός «ότι πολλοί έχουν πάψει να ελπίζουν, αλλά είναι εντελώς λανθασμένο. Γίναμε μάρτυρες ενός φαύλου κύκλου προς τα κάτω. Είδαμε πτωχεύσεις επιχειρήσεων, περικοπές μισθών και συντάξεων, μεγάλη ανεργία, αλλά τώρα δεν μπορεί παρά να υπάρξει άνοδος, να αρχίσει δηλαδή ένας ενάρετος κύκλος της οικονομίας».
Πιστεύει επίσης «ότι θα γίνουν ελαφρύνσεις του χρέους το επόμενο έτος» ακόμα και αν υπουργός Οικονομικών είναι και πάλι μετά τις γερμανικές εκλογές ο κ. Σόιμπλε «διότι δεν θα θελήσει να αθετήσει τις δεσμεύσεις τις οποίες προβλέπει το τρίτο πρόγραμμα», αλλά θα «πρόκειται περισσότερο για ένα πολιτικό συμβολισμό, ο οποίος θα ικανοποιήσει μεν όλες τις πλευρές, αλλά δεν θα βοηθήσει ουσιαστικά την Ελλάδα», όπως λέει. Κατά την γνώμη του την Ελλάδα θα μπορούσε να την βοηθήσει «η πολιτική σταθερότητα -η οποία και υπάρχει- και η πιστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων οι οποίες συμφωνήθηκαν. Αν εφαρμοστούν, τότε θα δρομολογηθούν διάφορες εξελίξεις οι οποίες θα ωθήσουν ξανά τη χώρα προς την ανάπτυξη».
Τέλος, ο κορυφαίος γερμανός οικονομικός αναλυτής υπογραμμίζει πως «η Ελλάδα διαθέτει πολλά επενδυτικά πλεονεκτήματα, είτε πρόκειται για τους φυσικούς και ενεργειακούς της πόρους, είτε για το ανθρώπινο δυναμικό της, το οποίο είναι υψηλής στάθμης και δεν είναι τόσο ακριβό όσο σε άλλες χώρες. Και μόνο αυτά τα πλεονεκτήματα θα προσελκύσουν ξανά τους επενδυτές».