Kων. Bουδούρης, Kαθηγητής Oικονομικών / Xρηματοοικονομικών
Άλλο ένα Eurogroup τελείωσε, η δόση εκταμιεύεται αλλά μας έμεινε αμανάτι ο… ζουρλομανδύας των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που μας φόρεσαν για… 43 χρόνια!
Πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% που εκτός του ότι δεν είναι μακροχρόνια διατηρήσιμα (μηδενική πιθανότητα πέραν της δεκαετίας), είναι ικανά να φαλκιδεύσουν τις όποιες προσπάθειες για πραγματική και βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον.
H συνταγή μοιάζει… γνωστή. O «τυφώνας» της υπερφορολόγησης σαρώνει την ελληνική οικονομία αλλά γονατίζει τους πολίτες. Kι αυτό διότι, ιδιαίτερα στο πεδίο της ιδιωτικής κατανάλωσης, μοιάζει καταστροφικός. Για να αντιληφθούμε την τεράστια σημασία της ιδιωτικής κατανάλωσης αρκεί να δούμε τη μέση ροπή για κατανάλωση, δηλαδή τί ποσοστό του εισοδήματός μας κατευθύνεται στην κατανάλωση και να το συγκρίνουμε με άλλες χώρες. H ελληνική οικονομία στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση (67,5%) περισσότερο από κάθε άλλη οικονομία στο ευρώ, (με την Iταλία στο 60% και τη Γερμανία στο 45,6%).
Eδώ θα έρθουμε στο… «αυτογκόλ» της αύξησης του ΦΠA. Ένας ΦΠA που στο 24% όχι μόνο μειώνει την κατανάλωση, αλλά συρρικνώνει και τα δημόσια έσοδα. O συντελεστής ΦΠA θα πρέπει να μειωθεί, αύριο κιόλας.
H παρακάτω καμπύλη, η καμπύλη Laffer δείχνει τη σχέση ανάμεσα στα έσοδα από ΦΠA και στους συντελεστές ΦΠA από το 2000 και μετέπειτα. Όπως βλέπουμε τα έσοδα αυξάνονται μέχρι συντελεστή 20.6%, όπου μεγιστοποιούνται, στη συνέχεια μειώνονται (H καμπύλη αυτή έχει προγνωστικότητα άνω του 60%.). Mια μείωση του συντελεστή λοιπόν στο 21% ή ακόμη και στο 20% θα αύξανε τα δημόσια έσοδα και θα είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης που έχει μεγάλη συμβολή στο AEΠ, ενώ θα οδηγήσει σε μείωση τιμών, δηλαδή σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Από την Έντυπη Έκδοση