Οι τοποθετήσεις
Joan Hoey, περιφερειακή διευθύντρια Ευρώπης, EconomistIntelligenceUnit
«Μια στιγμή ηρεμίας» διαπιστώνει για την Ελλάδα η περιφερειακή διευθύντρια Ευρώπης του Economist Intelligence Unit Joan Hoey, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι, αν και εκταμιεύτηκε η δανειακή δόση στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης του προγράμματος, δεν διασφαλίστηκε μια περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. «Το ερώτημα τώρα είναι αν το ΔΝΤ βρίσκεται πραγματικά στο τραπέζι», επεσήμανε, σημειώνοντας ότι η εκκρεμότητα της βιωσιμότητας του χρέους δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να διενεργήσει την αντίστοιχη ανάλυση η οποία θα επέτρεπε την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η ίδια διερωτήθηκε κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση έχει τη βούληση να ολοκληρώσει το πρόγραμμα μέχρι το 2018, δεδομένων των καθυστερήσεων που καταγράφηκαν έως τώρα. Μεταξύ άλλων, μετέφερε την πρόβλεψη του EIU για ανάπτυξη της τάξης του 1% στην Ελλάδα το 2017 και μέσο όρο 1,8% μεσοπρόθεσμα.
Lord Alistair Darling, πρώην υπουργός Οικονομικών του Ην. Βασιλείου
«Δεν θυμάμαι τα τελευταία 200 ή 300 χρόνια η βρετανική κυβέρνηση να έχει μια τόσο ασαφή θέση για ένα ζήτημα που είναι τόσο κρίσιμης σημασίας για το πολιτικοοικονομικό της μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά κατά την εισήγησή του στην 21η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Ην. Βασιλείου Lord Alistair Darling, περιγράφοντας το πολιτικό σκηνικό στη Βρετανία, μετά την απόφαση για το Brexit. Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε για την ανάγκη αποσαφήνισης της ατζέντας σε ζητήματα όπως το εμπόριο και η τελωνειακή Ένωση, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τις Βρυξέλλες.
«Υπάρχουν 30% πιθανότητες να καταλήξουμε σε μια μετωπική σύγκρουση τον Μάρτιο του 2019. Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να κάνουμε μια κουβέντα μεταξύ ενηλίκων, με στόχο μια νέα σχέση προς όφελος και των δύο μερών», σημείωσε ο κ. Darling.
Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι θα ήταν προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου να παραμείνει μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, τόνισε ότι «αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει καμία περίπτωση ν’ αναθεωρήσουμε το δημοψήφισμα, οπότε θα φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναμφίβολα».
Πάντως, μίλησε για την ανάγκη μιας μεταβατικής περιόδου «και ίσως μιας εκτεταμένης μεταβατικής περιόδου», προκειμένου «να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά».
«Είναι γελοία η άποψη ότι η ΕΕ είναι ένα κλειστό κλαμπ από το οποίο όταν φεύγεις πρέπει να πληρώσεις ένα τίμημα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Λόρδος Darling.
Γιώργος Κατρούγκαλος, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών
«Ίσως υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για το Κυπριακό», παρατήρησε κατά την ομιλία του στην 21η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economistο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος, ωστόσο, στάθηκε στην παράμετρο της τουρκικής πλευράς και συγκεκριμένα του Ταγίπ Ερντογάν.
Στο πλαίσιο αυτό, εκτίμησε ότι η Τουρκία συσχετίζει τις εξελίξεις στο Κυπριακό με την προσδοκία να αποκομίσει οφέλη από την ΕΕ. «Ελπίζω ότι η Τουρκία θα επιδείξει την αναγκαία ευελιξία», επεσήμανε ο κ. Κατρούγκαλος.
Μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στο ευρωπαϊκό σκηνικό, τάχθηκε υπέρ μιας «καλύτερης ισοροπίας μεταξύ των οικονομικών και κοινωνικών αναγκών». Χρειάζεται «επιστροφή της Ευρώπης στις ρίζες της, μια πιο δημοκρατική Ευρώπη», υποστήριξε.
Παράλληλα, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η διακυβέρνηση Τραμπ δεν θα είναι ιδιαίτερα διαφορετική σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και την Ελλάδα.
John Negroponte, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ
«Καθόλη τη διάρκεια της καμπάνιας του Ντόναλντ Τραμπ το βασικό ερώτημα που είχα από τους μη Αμερικανούς φίλους μου ήταν αν πραγματικά εννοεί αυτά που λέει. Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Θα πρέπει να τη δούμε με το πέρασμα του χρόνου και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και γεγονότα», ανέφερε χαρακτηριστικά από το βήμα της 21ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Negroponte.
Μεταξύ άλλων, μίλησε για την περίπτωση ενός Προέδρου που δεν έχει καθόλου πολιτική ή στρατιωτική εμπειρία. «Είναι πρωτόγνωρο για την ιστορία μας και πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο θα διαρκέσει αυτή η εκπαιδευτική περίοδος, ώσπου ο Πρόεδρος να μάθει τη δουλειά του», σημείωσε ο κ. Negroponte, παρατηρώντας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να διευθετήσει τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας πέραν του συστήματος που έχει εδραιωθεί εδώ και τόσα χρόνια στις ΗΠΑ.
«Έχουμε συγγενείς του Προέδρου που εμπλέκονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, όπως ο γαμπρός του, που προσπαθεί να εμπλέκεται σε κάποιες σχέσεις με τη Ρωσία. Βλέπουμε μια διαφορετική συμπεριφορά του κ. Τραμπ από τότε που ανέλαβε την εξουσία», συμπλήρωσε ο κ. Negroponte, για να καταλήξει όμως ότι «σιγά-σιγά αρχίζει να προσαρμόζεται στον τρόπο που λειτουργεί η κυβέρνηση: Βλέπουμε τις επιλογές των ανθρώπων πλέον στην εθνική ασφάλεια, στην ενεργειακή πολιτική. Η αρχική ένταση μετεξελίσσεται σε κάτι πιο φυσιολογικό».
Μίλησε πάντως για «πισωγύρισμα» των ΗΠΑ στην παγκόσμια προσπάθεια γύρω από την κλιματική αλλαγή, «που δίνει μάλιστα την ευκαιρία στην Κίνα να αναλάβει ηγετικό ρόλο στον συγκεκριμένο τομέα».
Γιώργος Χουλιαράκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών
«Oυδείς ανέμενε τα επόμενα μέτρα για το χρέος σε αυτήν τη φάση. Όλοι γνωρίζαμε ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα εξειδικεύονταν στο τέλος του προγράμματος, το 2018», ανέφερε χαρακτηριστικά κατά την ομιλία του στην 21η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, στον απόηχο της τελευταίας απόφασης του Eurogroup για την Ελλάδα.
Πρόσθεσε δε πως δεν υπήρχε η προσδοκία ότι οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να «ξεκλειδώσουν» τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ: «Αυτή είναι μία απόφαση την οποία θα λάβει μόνη της η ΕΚΤ».
Σε κάθε περίπτωση, χαρακτήρισε το QE επιθυμητό αλλά όχι και πανάκεια για την επιστροφή στις αγορές, τονίζοντας ότι αυτή θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις και στους δημοσιονομικούς στόχους.
Ο κ. Χουλιαράκης μίλησε για την ανάγκη μείωσης των φορολογικών βαρών μεσοπρόθεσμα, και ανέδειξε ως προτεραιότητα τη διαμόρφωση ενός φιλοεπιχειρηματικού περιβάλλοντος.
«Χρειάζεται ιδιοκτησία όσων έχουν επιτευχθεί έως σήμερα», υπογράμμισε ο κ. Χουλιαράκης, καταλήγοντας: «δεν είμαστε μακριά από το να επιτύχουμε τους στόχους μας».
Declan Costello, επικεφαλής της αποστολής για την Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή
«Η Ελλάδα εισέρχεται στο τελευταίο έτος του προγράμματος, με τη δυνατότητα να βγει στις αγορές μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Έχουμε ξαναβρεθεί όμως στο ίδιο σημείο, το 2014. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να μη χαθεί ξανά αυτή η ευκαιρία», ανέφερε χαρακτηριστικά στο ετήσιο συνέδριο του Economist ο επικεφαλής της αποστολής για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Declan Costello, τονίζοντας ότι «χρειάζεται ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων».
Μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι η Αθήνα πρέπει «απλώς να εφαρμόσει ό,τι έχει συμφωνηθεί», σημειώνοντας ότι «η Ευρώπη είναι εδώ για να βοηθήσει». Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε ότι μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων προβλέπεται συνολικά, για την περίοδο 2014-2020, η διάθεση 35 δις ευρώ προς την Ελλάδα και απομένει ακόμη η εκταμίευση 20 δις.
Ο ίδιος έκανε λόγο για «μεγάλη πρόοδο στην Ελλάδα», προσθέτοντας ότι θα πρέπει να εξειδικευτεί και η μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα είναι σημαντική για τη βιωσιμότητά του(σε ό,τι αφορά τα δάνεια του EFSF, θα προβλέπεται ότι δεν θα γίνονται πληρωμές πριν από το 2038).
Francesco Drudi, επικεφαλής της διεύθυνσης δημοσιονομικής πολιτικής, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
«Η απόφαση του Eugoroup ήταν ένα πρώτο βήμα. Ωστόσο, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν έχουν ακόμη εξειδικευτεί επαρκώς», τόνισε αναφορικά με την προοπτική ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ο επικεφαλής της διεύθυνσης δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Francesco Drudi, ο οποίος μετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης στις εργασίες της 21ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist.
Ο ίδιος χαρακτήρισε πολύ θετική την εκπλήρωση των προαπαιτουμένων που οδήγησε στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, τονίζοντας ότι τώρα χρειάζεται υλοποίηση στα επόμενα βήματα: «η εφαρμογή του προγράμματος είναι το κλειδί».
Αναφερόμενος στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, επεσήμανε ότι τα τελευταία χρόνια οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί, αλλά και πάλι παραμένουν κατά περίπου 25% κάτω από το σημείο που βρίσκονταν όταν ξεκίνησε η κρίση. Μεταξύ άλλων, ο κ. Drudi παρατήρησε μείωση των επιτοκίων, ιδίως μετά τις ανακοινώσεις του Eurogroup. «Έχουμε κάποια θετικά στοιχεία. Επίσης, η υλοποίηση των αποφάσεων για ζητήματα διακυβέρνησης έχει προχωρήσει αρκετά», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία ανέρχονται στο 45%, μίλησε για ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, το οποίο έχει σταθεροποιηθεί, αλλά δεν έχει ακόμη αρχίσει να μειώνεται.
Nicola Giammarioli, επικεφαλής της αποστολής για την Ελλάδα, ESM
«Μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι που πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης για την Ελλάδα, με στόχο, τι άλλο, την ανάπτυξη», τόνισε από το βήμα της ετήσιας Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist ο επικεφαλής της αποστολής για την Ελλάδα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Nicola Giammarioli, παρατηρώντας ότι τους προηγούμενους μήνες οι εμπλεκόμενοι παράγοντες «επικέντρωσαν υπερβολικά στο ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους».
«Υπάρχει ένας καθαρός δρόμος μέχρι το τέλος του προγράμματος. Έχουμε ένα καλό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τώρα πρέπει να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Έχουμε ένα ταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Τώρα είναι η ώρα να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Giammarioli.
Αναφερόμενος στο ελληνικό χρέος, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα, μέσα από τις διευκολύνσεις αποπληρωμής από τον ESM, ήδη εξοικονομεί περίπου 10 δις ευρώ, δηλαδή περίπου το 6% του ΑΕΠ, ετησίως.
Το Eurogroup είναι έτοιμο να αποφασίσει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, εφόσον χρειαστεί, πρόσθεσε ο κ. Giammarioli, τονίζοντας ωστόσο ότι, προκειμένου να επιστρέψει στις αγορές, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει την ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Giammarioli σημείωσε ότι ο κόσμος έχει κουραστεί από τις δημοσιονομικές και όχι από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι αυτές που χρειάζονται. «Οι Έλληνες προτιμούν να εργάζονται στη χώρα τους παρά να μεταναστεύουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.