Η κυβέρνηση αξιοποιεί την κριτική της ΝΔ που επιζητά ακόμη πιο γρήγορη προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς “για να κρύψει ότι η έγνοια και της σημερινής κυβέρνησης είναι το πώς θα πάει ένα βήμα παραπέρα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Βαδίζοντας στον ίδιο δρόμο, στην ίδια στρατηγική, η οποία βλέπει την Ανώτατη Εκπαίδευση να παίζει σημαντικό ρόλο για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου” τόνισε ο Δ. Κουτσούμπας στην ομιλία του στην Βουλή επί του νομοσχεδίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Επισημαίνοντας ότι τίποτε σοβαρά καινούργιο δεν υπάρχει στο νομοσχέδιο, καθώς πολλές από τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, περιλαμβάνονταν κατά γράμμα ή στο πνεύμα προηγούμενων νομοσχεδίων των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έχει να επιχαίρει ότι επί των ημερών της, επιχειρείται το μεγαλύτερο άνοιγμα των ΑΕΙ στην πολλά υποσχόμενη αγορά των ξενόγλωσσων τμημάτων, θεσμοθετούνται μονοετή, διετή προγράμματα σπουδών, δημιουργώντας πτυχία πολλών ταχυτήτων και για πρώτη φορά θεσμοθετείται η είσοδος των ΑΕΙ στο μεγάλο παζάρι της μεταλυκειακής εκπαίδευσης».
Είπε ότι το νομοσχέδιο είναι μακριά από τις ανάγκες των φοιτητών και των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων, τόνισε ότι «σε αντίθεση με τα κηρύγματα περί δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και δημοκρατίας, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που δίνει πραγματικό άσυλο στην επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων και επιδιώκει να δώσει σημαντικά οφέλη στις επιχειρήσεις».
Σημείωσε ότι με το νομοσχέδιο αυτό από τη μια επιδιώκεται η διαμόρφωση ενός πλαισίου που ευνοεί την πιο αποτελεσματική υποταγή της λειτουργίας των ιδρυμάτων στα προστάγματα και στις στοχεύσεις του κεφαλαίου και από την άλλη δίνεται «η ιδιαίτερη χροιά των προτεραιοτήτων που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ για την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ένταξη των ιδρυμάτων σε αυτό το πλαίσιο».
«Ίσως είναι η πρώτη φορά που σε ένα νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση προβλέπονται τόσες διαφορετικές περιπτώσεις διδάκτρων, τόσες διαφορετικές περιπτώσεις συνεργασίας των ιδρυμάτων με καπιταλιστικές επιχειρήσεις και στελέχη τους, γίνονται τόσες αναφορές σε εργαζόμενους χωρίς σταθερή δουλειά, χωρίς δικαιώματα. Είναι η πρώτη ίσως φορά που σε ένα νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση αναφέρεται τόσες φορές -φόρα παρτίδα- ότι τα οικονομικά των πανεπιστημίων και της έρευνας γίνονται βορά στις “δημοσιονομικές δεσμεύσεις”, την εξυπηρέτηση του χρέους, τα παλιά και νέα μνημόνια διαρκείας» ανέφερε ο κ. Κουτσούμπας.
Χαρακτήρισε οπισθοδρομική την σημερινή πραγματικότητα, που όλα τα κόμματα, με τον ένα ή άλλο τρόπο υπερασπίζονται και όπου «η επιστήμη με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξής της, ασφυκτιά στα πλαίσια του σημερινού κοινωνικοοικονομικού συστήματος».
Η ίδια η εξέλιξή της επιστήμης «ωθεί στην ανάγκη κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γιατί καθημερινά επιβεβαιώνει πως οι γνώσεις, τόσο στις φυσικές επιστήμες, όσο και στην τεχνολογία που τις εφαρμόζει, είναι αρκετές, ώστε να μπορούν να επιλυθούν όλα τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνικής ζωής» είπε ο κ. Κουτσούμπας, προσθέτοντας: «ωστόσο, το κεφάλαιο, που αντιμετωπίζει την επιστήμη σαν άμεση πηγή για τον πλουτισμό του, τη διαιώνιση της κυριαρχίας του, δεν μπορεί παρά να την αιχμαλωτίζει».
Αναφέροντας το ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και την υψηλή στάθμη των πανεπιστημίων τους, τόνισε ότι «σε μια οικονομία που κριτήριο οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά η μεγιστοποίηση της κοινωνικής προόδου, δεν υπάρχουν ούτε επιστήμονες που πλεονάζουν, ούτε επιστήμες περιττές».
Παραθέτοντας παραδείγματα για το πως μπορεί να αξιοποιηθεί η επιστήμη στη σχεδιασμένη προγραμματισμένη με βάση τα λαϊκά συμφέροντα οικονομία, ο κ. Κουτσούμπας υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις και πάνω απ’ όλα τη βασικότερη, μια έμπειρη και με βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο εργατική τάξη, ένα πολυάριθμο και ικανότατο επιστημονικό δυναμικό.
«Από τη σκοπιά αυτή, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι η δική μας κριτική στέκεται σε διαφορετικά σημεία από αυτά που επιλέγουν να αναδείξουν άλλα κόμματα ως σημεία αντιπαράθεσης» ανέφερε ο κ. Κουτσούμπας, για να συμπληρώσει ότι τα καλέσματα περί “συναίνεσης” δεν πρόκειται να βρουν αποδέκτες στο ΚΚΕ, και κατέληξε: «εμείς, όχι μόνο απορρίπτουμε και καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο, αλλά -κυρίως- καλούμε τους εργαζομένους στα ιδρύματα, τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, τους φοιτητές, τους νέους επιστήμονες, σε συμπόρευση, σε κοινή πάλη με στόχο την πλήρη ανατροπή της πολιτικής που δένει χειροπόδαρα την επιστήμη, τις σπουδές και τις προοπτικές των νέων ανθρώπων στα συμφέροντα του κεφαλαίου».